-ωνος, ὁ, ΜΑμσν.μτφ. αυτός που πίνει από την φλάσκααρχ.1. φλάσκα2. (κατά τον Ησύχ.) «φλάσκων δέ ἐστιν εἶδος ποτηρίου».[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, (βλ. και λ. φλάσκα)].