ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Full diacritics: φλάσκων | Medium diacritics: φλάσκων | Low diacritics: φλάσκων | Capitals: ΦΛΑΣΚΩΝ |
Transliteration A: phláskōn | Transliteration B: phlaskōn | Transliteration C: flaskon | Beta Code: fla/skwn |
ωνος, ὁ, a flagon, Hsch. s.v. ἀρυβάσσαλον, Tz. H. 13.643; — Dim. φλασκίον.
-ωνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
μτφ. αυτός που πίνει από την φλάσκα
αρχ.
1. φλάσκα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φλάσκων δέ ἐστιν εἶδος ποτηρίου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, (βλ. και λ. φλάσκα)].