φαυλισμός

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., ib. Is.51.7, al.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Geringschätzung, Verachtung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαυλισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ φαυλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαυλίζω.