φλοίωμα

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ.
1. μέρος του αγγειώδους συστήματος τών φυτών, σύνθετος ιστός, αποτελούμενος από ηθμώδεις σωλήνες, που χρησιμεύει για τη μετακίνηση, σε όλα τα μέρη του φυτού, τών οργανικών ουσιών οι οποίες παράγονται στα φύλλα με τη φωτοσύνθεση
2. φρ. «πρωτογενές φλοίωμα»
βοτ. βλ. πρωτογενής.[[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloem]].