φρενοβάρβαρος: -ον, βάρβαρος τὰς φρένας, Σώφρ. ἐν Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. τ. 7, σ. 485.
-ον, Ααυτός που έχει βάρβαρο νου, βάρβαρο μυαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + βάρβαρος.