φραγμών
German (Pape)
[Seite 1302] ῶνος, ὁ, Dornhecke, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φραγμών: -ῶνος, ὁ, φράκτης, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
φράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φράγ-μα) + επίθημα -μων (πρβλ. κηδε-μών)].
[Seite 1302] ῶνος, ὁ, Dornhecke, Gloss.
φραγμών: -ῶνος, ὁ, φράκτης, Γλωσσ.
-ῶνος, ὁ, Α
φράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φράγ-μα) + επίθημα -μων (πρβλ. κηδε-μών)].