φραγμών

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

German (Pape)

[Seite 1302] ῶνος, ὁ, Dornhecke, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

φραγμών: -ῶνος, ὁ, φράκτης, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
φράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- του φράζω (ΙΙ) (πρβλ. φράγμα) + επίθημα -μων (πρβλ. κηδεμών)].