το, Ν1. ερείπιο2. πετρώδης τόπος3. στον πληθ. τα χάλαρατο λειρί του κόκορα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά συν. στον πληθ. χάλαρα, ουσιαστικοποιημένο τ. του ουδ. πληθ. χαλαρά του επιθ. χαλαρός με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. νεκρός: νέκρα, ψυχρός: ψύχρα)].