νέκρα

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα του νεκρού
2. έλλειψη κάθε εκδήλωσης ζωής, στασιμότητα, μαρασμός
3. απόλυτη σιγή
4. απόλυτη ησυχία, απόλυτη γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. (νεκρά) του επιθ. νεκρός, -ά, -όν, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ξερός: ξέρα, ψυχρός: ψύχρα)].