ἡ,
A joy, BCH50.529 (Marathon, ii A. D.), Hsch.
χαιροσύνη: ἡ, χαρά, ἀδόκιμον ἀντὶ χαρμοσύνη, χαρά, Ἡσύχ.
ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «χαρμοσύνη, χαρά».[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + κατάλ. -σύνη].