ο, θηλ. Χαλκιδαία, Νκάτοικος της Χαλκίδας ή αυτός που κατάγεται από την Χαλκίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλκίδα + κατάλ. -αίος (πρβλ. Σιφν-αίος)].