χαυνόπρωκτος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ον,

   A wide-breeched, ib.104.

German (Pape)

[Seite 1341] mit schlaffem, weitem Hintern, durch unnatürliche Wollust erschlafft, Ar. Ach. 106.

Greek (Liddell-Scott)

χαυνόπρωκτος: -ον, ὁ χαυνωθεὶς τὸν πρωκτόν, κίναιδος, ἔκλυτος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. εὐρύπρωκτος.
Étymologie: χαῦνος, πρωκτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κωμική λ.) κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ-πρωκτος, εὐρύ-πρωκτος)].