χαῦνος

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαῦνος Medium diacritics: χαῦνος Low diacritics: χαύνος Capitals: ΧΑΥΝΟΣ
Transliteration A: chaûnos Transliteration B: chaunos Transliteration C: chaynos Beta Code: xau=nos

English (LSJ)

η, ον, but ος, ον Pl.Lg.728e, Arist.Pr.934b11:—of tissues,
A porous, spongy, Hp.Aph.5.67; χαῦνα ὀστέα, such as the collarbone, Id.Art.14; loose, συστροφή Pl.Plt. 282e; μαστοί Sor.1.88; ἅλες χ. καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών Arist.Mete.359a32; γῆ, opp. στερρός, Id.Pr.l.c., cf. Ephor.65 (e) J.; loose-grained, of timber, Thphr. HP 3.4.3, 5.3.3; also of the fruit of the medlar, spongy, ib.3.12.5; χαυνότατος πυρετός = ῥοώδης (A) ΙΙ.a, Erot. s.v. σπόγγοι; τὸ χαῦνον D.S.3.14. Adv. χαύνως, of garments hanging loosely, Hdn.4.15.3; of bandaging, Pall. in Hp. Fract.12.285C.
II metaph., empty, frivolous, νόος Sol.11.6; πραπίς Pi.P.2.61; κενεᾶν ἐλπίδων χαῦνον τέλος Id.N.8.45; χαῦνα μὲν τότ' ἐφράσαντο Sol.34; χαύνους τὰς ψυχὰς καὶ θρασείας ποιεῖ conceited, Pl.Lg.728e; ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος Arist.EN 1123b9: Comp., οἱ χαυνότεροι τεχνῖται Phld.Rh.1.376 S. Adv. χαύνως = sluggishly, Eustr. in EN379.15.
2 of vast extension, ὄνομα Ar. Av.819. Adv. χαύνως = frivolously, Simp. in Epict.p.121 D. (Cf. χάος.)

German (Pape)

[Seite 1341] 3, auch 2 Endgn, wie Plat. Legg. V, 728 e, aus einander klaffend, fallend, erschlafft, locker, lose, schwammig, aufgedunsen; χαῦνόν τι Ar. Av. 819, wo der Schol. es πλατὺ καὶ μέγιστον erkl., τὰ γὰρ χαῦνα εἰς πλατὺ ἁπλοῦται; Plat. ὅσα τὴν συστροφὴν χαύνην λαμβάνει Polit. 282 e. – Uebtr., weichlich, χαῦνον δέμας κρατύνειν Paul. Sil. 74 (VII, 307); nachlässig, thöricht, νοῦς Solon. frg. 19, 1, χαῦνα ἐφράσαντο bei Plut. Sol. 16. 30; πραπίς Pind. P. 2, 61; τέλος N. 8, 45, ein eitles, nichtiges Ziel; τὰ μὲν χαύνους τὰς ψυχὰς καὶ θρασείας ποιεῖ; im Gegensatz von ταπεινάς, Plat. Legg. V, 728 e; ἐλπίς Ep. VII, 341 e.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
flasque, mou, sans consistance ; vide, vain, frivole, sot;
Cp. χαυνότερος.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

χαῦνος: и
1 рыхлый, пористый, губчатый (χιών Arst.): συστροφὴ χαύνη Plat. редкая (неплотная) пряжа;
2 надменный, кичливый Arst.: χαύνους τὰς ψυχὰς ποιεῖν Plat. наполнять души спесью;
3 высокопарный, звонкий (ὄνομα Arph.);
4 бессодержательный, пустой, призрачный (πραπίς, ἐλπίδων τέλος Pind.; ἐλπίς Plat.; νόος Solon ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χαῦνος: -η, -ον, ἀλλὰ ος, ον, ἐν Πλάτ. Νόμ. 728Ε, Ἀριστ. Προβλ. 23. 29· (χαίνω)· - κυρίως, χάσκων· ὅθεν ἐπὶ τῆς συστάσεως τῶν σωμάτων πορώδης, σπογγώδης, χαλαρός, Ἱππ. Ἀχ. 1256. Πλάτ. Πολιτικ. 282Ε· ἐπὶ τῆς χιόνος, Ἀριστ. Μετεωρολ. 2. 3, 37· ἀντίθετον τῷ στερρός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29· τὸ χαῦνον Διόδ. 3. 14. - Ἐπίρρ. -νως, ἐπὶ ἐνδυμάτων χαλαρῶς κρεμαμένων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. ΙΙ. μεταφορ., οὐχὶ οὐσιώδης, κενός, μάταιος, νοῦς χ. Σόλων 10. 8· πραπὶς Πινδ. Π. 2. 112· κενεᾶν ἐλπίδων χαῦνον τέλος ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 78· χαῦνα φράσασθαι Σόλων 31· χ. ποιεῖν τινα Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χαύνους τάς φυγὰς καὶ θρασείας ποιεῖν, ἀλαζονικάς, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 728Ε· ὁ μεγάλων ἑαυτὸν ἀξιῶν, ἀνάξιος ὤν, χαῦνος Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 3, 6· πρβλ. χαυνόω ΙΙ· ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. παίζει ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας.

English (Slater)

χαῡνος empty, idle χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά (P. 2.61) κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος pr. (N. 8.45)

Greek Monolingual

-η, -ο / χαῡνος, -αύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος
2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ.
β. «σύμπασιν δ' ὑμῖν χαῡνος ἔνεστι νόος», Σόλ.)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αποχαυνωμένος
μσν.-αρχ.
μαλακός, πλαδαρός («ἡ δὲ τῶν χλωρῶν κωβίων σὰρξ χαυνοτέρα ἐστί», Αθήν.)
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτός που δέν έχει πυκνή υφή, αραιός
2. (για ξύλο) πορώδης
3. (για ενέργειες) αδύναμος, υποτονικός
4. μτφ. α) (για πρόσ.) αλαζόνας, κομπαστής
β) (για πράγμ.) μάταιος («κενεᾱν ἐλπίδων χαῡνον τέλος», Πίνδ.).
επίρρ...
χαύνως Α
1. χαλαρά, νωθρά
2. ανόητα, κουτά, βλακωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. χαῦνος (< χαFνος) έχει σχηματιστεί από το θ. χαF- της λ. χάος, με επίθημα -νος, και τονίστηκε στην παραλήγουσα αντί του αναμενόμενου χαυ-νός (πρβλ. πυκνός, τερπνός). Για το ζεύγος χάος: χαῦ-νος πρβλ. ἔρεβος: ἐρεμνός.

Greek Monotonic

χαῦνος: -η, -ον και -ος, -ον (χαίνω
I. αυτός που χάσκει· απ' όπου, πορώδης, σπογγώδης, χαλαρός, σε Πλάτ.
II. μεταφ., ανούσιος, άδειος, κενός, σε Σόλωνα, Πίνδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

χαῦνος, η, ον χαίνω
I. gaping: hence, porous, spongy, loose, Plat.
II. metaph. unsubstantial, empty, frivolous, Solon., Pind., Ar.

English (Woodhouse)

vain, conceited, puffed up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=χαλαρός, μάταιος). Ἀπό τό χαίνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα χάσκω.

Translations

conceited

Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний