χιονάνθρωπος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. ομοίωμα ανθρώπου που συνηθίζεται να κατασκευάζουν με χιόνι τα παιδιά, για παιχνίδι, τον χειμώνα
2. φρ. «χιονάνθρωπος τών Ιμαλαΐων» — υποθετικό τερατόμορφο ον τών Ιμαλαΐων στο οποίο αποδόθηκαν ορισμένα ίχνη στη ζώνη του αιώνιου χιονιού, που θεωρήθηκαν αποτυπώματα τεράστιων πελμάτων, αλλ. γέτι.