χορτογενής

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Greek (Liddell-Scott)

χορτογενής: -ές, ὁ ἐκ χόρτου γεννηθείς, Ἀναστ. Συναΐτ. 1064Β.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που προέρχεται από χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ἀμπελο-γενής].