χορτογενής: -ές, ὁ ἐκ χόρτου γεννηθείς, Ἀναστ. Συναΐτ. 1064Β.
-ές, Μαυτός που προέρχεται από χόρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ἀμπελογενής].