χορτογενής

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek (Liddell-Scott)

χορτογενής: -ές, ὁ ἐκ χόρτου γεννηθείς, Ἀναστ. Συναΐτ. 1064Β.

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που προέρχεται από χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ἀμπελογενής].