χορτόβωλος

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

=

   A caespes, ib.

German (Pape)

[Seite 1367] ἡ, ein ausgestochenes Stück Rasen, eine Rasenscholle, Sp.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βώλος γης με Χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + βῶλος (πρβλ. χρυσό-βωλος)].