βώλος

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

και σβώλος, ο (AM βῶλος, ο, Α συνήθως βῶλος, η)
1. μικρός όγκος χώματος σε γη οργωμένη με αλέτρι ή σκαλιστήρι
2. σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό
3. τμήμα γης, χωράφι
νεοελλ.
βώλοι, οι
1. μικροί βώλοι από πηλό ή γυαλί
2. το παιχνίδι που παίζεται με βώλους
3. είδος πέτρας με σκόνη στο κέντρο της, η οποία χρησιμοποιείται ως γιατρικό
αρχ.
εξοχικό σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το βάλλω, το βολβός κ.λπ. Ο αρχικός φθόγγος β- ανάγεται σε χειλοϋπερωικό μάλλον παρά σε χειλικό φθόγγο. Ο νεοελλ. τ. σβώλος προήλθε από το βώλος με ανάπτυξη του προθετ. σ- από τη συνεκφορά ένας βώλος, τους βώλους (πρβλ. σκόνη, σπυρί, σκύβω κ.ά.).
ΠΑΡ. αρχ. βώλαξ, βωλάριον, βωλόναι
νεοελλ.
βωλί, βωλιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βωλοκόπος
αρχ.
βωλοειδής, βωλοποιώ, βωλοτόμος
μσν.
βωλοστροφώ
νεοελλ.
βωλογυρίζω, βωλοδέρνω. (Β' συνθετικό) άβωλος, αδρόβωλος, βραχύβωλος, δύσβωλος, ερίβωλος, ερυθρόβωλος, εύβωλος, καλλίβωλος, μεγαλόβωλος, μελάμβωλος, μικρόβωλος, πολύβωλος, χορτόβωλος, χρυσόβωλος, ωλεσίβωλος].