χονδρότητα

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα ή η κατάσταση του χοντρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρός. Η λ., στον λόγιο τ. χονδρότης, μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη].