χερσότοπος
Greek Monolingual
ο, Ν
χέρσος, ακαλλιέργητος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκό-τοπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].
ο, Ν
χέρσος, ακαλλιέργητος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + τόπος (πρβλ. βοσκό-τοπος). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].