ακαλλιέργητος
Greek Monolingual
-η, -ο (-ος, -ον) και διαλ. ακαλλούργητος, ακαλλούργιστος καλλιεργώ
1. αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί, δεν έχει ξεχερσωθεί, οργωθεί
«χωράφι ακαλλιέργητο»
2. μτφ. απαίδευτος, αμόρφωτος, αγροίκος.
-η, -ο (-ος, -ον) και διαλ. ακαλλούργητος, ακαλλούργιστος καλλιεργώ
1. αυτός που δεν έχει καλλιεργηθεί, δεν έχει ξεχερσωθεί, οργωθεί
«χωράφι ακαλλιέργητο»
2. μτφ. απαίδευτος, αμόρφωτος, αγροίκος.