ἀπόλεκτος
English (LSJ)
ον, (ἀπολέγω)
A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10. II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.
ον, (ἀπολέγω)
A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10. II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.