ἀπόλεκτος
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ἀπόλεκτον, (ἀπολέγω)
A chosen, picked, Th.6.68, X.An.2.3.15, Aen.Tact.26.10.
II ἀπόλεκτον, τό, choice cut off the πηλαμύς (q.v.), Xenocr.70.
Spanish (DGE)
-ον
1 escogido de soldados, Th.6.68, Aen.Tact.26.10, οἱ τῶν ... ἱππέων ἀπόλεκτοι lo escogido de la caballería Plb.6.31.2, βάλανοι X.An.2.3.15, cf. PSI 535.44, dud. en PSI 666.6 (III a.C.).
2 subst. τὸ ἀ. n. dado al atún de cierto tamaño, Xenocr.34, Plin.HN 32.150
•pero apolectos, partes escogidas del atún Plin.HN 9.48.
German (Pape)
[Seite 311] auserlesen, vorzüglich, πανδημεί entgeggstzt, Thue. 6, 68 u. Folgde, z. B. Xen. An. 2, 3, 15; Pol. 6, 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
choisi, distingué.
Étymologie: ἀπολέγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλεκτος: избранный, отборный Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλεκτος: -ον, (ἀπολέγω) ἐκλεκτός, ἐξαίρετος, Θουκ. 6. 68· Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15, πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 495.
Greek Monolingual
ἀπόλεκτος, -ον (Α) απολέγω
εκλεκτός, διαλεγμένος.
Greek Monotonic
ἀπόλεκτος: -ον (ἀπολέγω), διαλεχτός, επίλεκτος, εκλεκτός, εξαίρετος, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
ἀπολέγω
chosen out, picked, Thuc., Xen.