άργυφος

Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἄργυφος, -ον (Α)
(επίθ. των προβάτων) αργύφεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργυ- (πρβλ. άργυρος) + -φος, επίθημα που χρησιμοποιείται σε ονόματα χρωμάτων ή ζώων].