ἄργυφος, -ον (Α)(επίθ. των προβάτων) αργύφεος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργυ- (πρβλ. άργυρος) + -φος, επίθημα που χρησιμοποιείται σε ονόματα χρωμάτων ή ζώων].