Μναμόνα

Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

English (LSJ)

   A = Μνημοσύνη, Ar.Lys.1248.

Greek Monolingual

Μναμόνα, ἡ (Α)
η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. του Μναμοσύνη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)].