ἀγέστρατος

Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A host-leading, Ἀθήνη Hes.Th.925; ἦχος, αὐλός, Nonn.D.26.15, 28.28.

German (Pape)

[Seite 13] Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῦς αὐλός 28, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, ὁ στρατὸν ἄγων, ὁδηγῶν, Ἀθήνη, Ἡσ. Θ. 925, σάλπιγξ, αὐλός, Νόνν. Δ. 26. 15., 28. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui conduit ou entraîne les armées.
Étymologie: ἄγω, στρατός.

Greek Monotonic

ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το στράτευμα, σε Ησίοδ.