ἀγκλίνω

Revision as of 17:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

and ἄγκλιμα, τό, poet. for ἀνακλ-.

German (Pape)

[Seite 15] = ἀνακλίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκλίνω: καὶ ἄγκλιμα, τό, ποιητικὰ ἀντὶ ἀνακλίνω, ἀνάκλιμα.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἀνακλίνω.

Greek Monotonic

ἀγκλίνω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κλίνω.