αἰγιαλίτης

Revision as of 17:15, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. αἰγιαλ-ῖτις, ιδος

   A, ψῆφοι Str.4.1.7; Πάν AP10.10 (Arch. Jun.); γῆ POxy.918 (ii A. D.)

Greek Monotonic

αἰγιᾰλίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που συχνάζει στην παραλία, σε Ανθ.