αἰγιαλίτης

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰγιαλίτης Medium diacritics: αἰγιαλίτης Low diacritics: αιγιαλίτης Capitals: ΑΙΓΙΑΛΙΤΗΣ
Transliteration A: aigialítēs Transliteration B: aigialitēs Transliteration C: aigialitis Beta Code: ai)giali/ths

English (LSJ)

αἰγιαλίτου, ὁ, fem. αἰγιαλῖτις, ιδος
A, ψῆφοι Str.4.1.7; Πάν AP10.10 (Arch. Jun.); γῆ POxy.918 (ii A. D.)

Spanish (DGE)

-ου
que vive cerca de la costa, costero Πάν AP 10.10 (Arch.), Πρίηπος AP 6.33 (Maec.), AP 6.193 (Stat.Flacc.).

Greek Monotonic

αἰγιᾰλίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που συχνάζει στην παραλία, σε Ανθ.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, am Ufer wohnend, Πάν Arch. iun. (X.10); Πρίηπος Qu.Maec. 7 (VI.38); Flacc. 4 (VI.193).

Russian (Dvoretsky)

αἰγιᾰλίτης: ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье (Πάν, Πρίηπος Anth.).

Middle Liddell

[from αἰγιαλός
one who haunts the shore, Anth.