ἄδουλος

Revision as of 17:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A unattended by slaves, ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593: c. gen., τῶν τοιούτων ἄδουλος unattended by... Ael.N A6.10.    2 having no slaves, too poor to keep a slave, Phryn.Com.18, Plu.2.831b.    II impatient of slavery, ἀδουλότερος τῶν λεόντων Ph.2.451.

German (Pape)

[Seite 37] ohne Sklaven, δώματα Eur. Andr. 593; βίος Phryn. com. B. A. 344, vgl. 25; so arm, daß man keinen Sklaven halten kann, Plut. neben ἀνέστιος, ἄοικος, de vit. aer. al. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἄδουλος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετούμενος ἢ μὴ φυλαττόμενος ὑπὸ δούλων· ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 593· μετὰ γεν., τῶν τοιούτων ἄδουλος = μὴ ὑπηρετούμενος ὑπὸ..., Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 10. 2) ὁ μὴ ἔχων δούλους, πένης, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1, πρβλ. Ruhnk Vell. Paterc. 2. 19, 4. Madvig Advers 1. 580· ΙΙ. ὁ μὴ ἀνεχόμενος δουλείαν, ἀδουλότερος τῶν λεόντων, Φίλων 2. 451.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne possède pas d’esclaves.
Étymologie: ἀ, δοῦλος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene esclavos ἄδουλα δώμαθ' ἑστίας E.Andr.593, de pers., Plu.2.831b, cf. Ael.NA 6.10, Arr.Epict.3.22.46.
2 que no aguanta la esclavitud, no esclavo ὁ σοφὸς ἀδουλότερος Ph.2.451 (cód.).

Greek Monotonic

ἄδουλος: -ον, αυτός που δεν υπηρετείται από δούλους, σε Ευρ.