ον, gen. ονος,
A neighbouring, A.Pers.886 (lyr.).
ων, ον ; gén. ονος;voisin.Étymologie: ἄγχι, γείτων.
(ἀγχῐγείτων) -ον cercano, vecino, Ἄνδρος A.Pers.886.
ἀγχιγείτων: -ον, γεν. -ονος, γειτονικός, σε Αισχύλ.