γείτων
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ,
A neighbour, borderer, γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου Od.4.16, cf. 9.48, Hes.Op.346, etc.; opp. σύνοικος, Pl.Lg.696b; γ. τινός E.IT1451, X.An.3.2.4; τινί ib.2.3.18; ἐκ τῶν γειτόνων or ἐκ γειτόνων = from the neighbourhood or in the neighbourhood, Ar.Pl.435, etc.; οἷον ἐκ γειτόνων φωνὴν θηρευόμενοι Pl.R. 531a; λύχνον ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι Lys.1.14; ἐκ γειτόνων τῆς πατρίδος μετοικεῖν Lycurg.21, cf. Str.10.4.12; rarely ἀπὸ γ. D.S.13.84; ἐν γειτόνων (sc. οἴκοις) οἰκεῖν Men.Pk.27, Luc.Philops.25, etc.; τὸ χωρίον τὸ ἐν γειτόνων D.53.10: metaph., ἐν γειτόνων εἶναι to be of like kind, Luc.Icar.8: prov., μέγα γείτονι γείτων Alcm.50, cf. Pi.N.7.87.
II as adjective, neighbouring, bordering, πόλις, πόντος, Id.P.1.32, N.9.43; χώρα, πύλαι, ῥοαί, A.Pers.67 (lyr.), Th.486, S.Aj.418 (lyr.): c. dat., Ἀθήναις γ. πόλις E.Ion294; νεκροῖσι γ. θᾶκοι Id.HF1097; also in Prose, ἡ γ. πόλις Pl.Lg.877b; οἱ γ. βάρβαροι Jul.Or.2.72c: neut. γεῖτον Hsch.: neut. pl. γείτω IG2.814aB36.
III γίτονας (sic)· τὰ δύο αἰδοῖα, Hsch.
Spanish (DGE)
-ονος, ὁ
• Morfología: [como adj. sg. neutr. γεῖτον Hdn.Epim.194; plu. γείτω IG 22.1635.146, 149 (IV a.C.)]
I subst.
1 vecino c. gen. γείτονες ... Μενελάου Od.4.16, δειράδος Καρυστίας E.IT 1451, τῆς Ἑλλάδος X.An.3.2.4, ἄστρων Nonn.D.1.291
•abs. γείτονες ἄζωστοι ἔκιον Hes.Op.345, πῆμα κακὸς γ. Hes.Op.346, cf. Call.SHell.287.20, Fr.177.12, τινες γείτονές τε καὶ φίλοι LXX 3Ma.3.10, cf. I.AI 18.376
•prov. μέγα γείτονι γ. Alcm.123, cf. Pi.N.7.88, εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι Pi.N.7.87
•op. σύνοικος Pl.Lg.696b, cf. Arist.Rh.1395b7, γείτονες οἰκτείρουσι Call.Epigr.63.5, cf. Fr.63.4, D.S.13.84, τοὺς γείτονας ἐκεκράγει Numen.26.87, cf. Nonn.D.12.81, ὤθεεν ἄλλος γείτονα γ. Nonn.D.12.307, εἰς τοὺς γείτονας σιτευόμενος Hierocl.Facet.106
•ἐκ τῶν γειτόνων de la vecindad, del vecindario Ar.Pl.435, Lys.1.14, ἐκ γειτόνων Pl.R.531a, Str.10.4.12
•ἐν γειτόνων en la vecindad ἐν γειτόνων τῆς ἐκθρεψάσης αὐτὸν πατρίδος μετοικῶν Lycurg.21, ἐν γειτόνων οἰκοῦσα Men.Pc.147, cf. D.53.10, Luc.Philops.25, Men.Dysc.25, Asp.122
•fig. σκόπει ... εἰ ἐν γειτόνων ἐστὶ τὰ δόγματα καὶ μὴ πάμπολυ διεστηκότα Luc.Icar.8
•οἱ Γείτονες tít. de una comedia de Crates, Ath.429a.
2 γίτονας (sic)· τὰ δύο αἰδοῖα Hsch.
II adj. vecino, limítrofe, próximo abs. ἐκύδανεν πόλιν γείτονα Pi.P.1.32, cf. Pl.Lg.877b, Colluth.225, πόντος Pi.N.9.43, χώρα A.Pers.66, Σκαμάνδριοι γείτονες ῥοαί S.Ai.418, γείτον ἐστι τὸ hιερόν IG 13.426.67 (V a.C.), γείτονες αἱ τῶν πετάλων περιπλοκαί Ach.Tat.1.15.2, νύμφη Pamprepius 3.94, cf. Nonn.D.15.207, παρὰ τοῖς γείτοσι βαρβάροις Iul.Or.3.72c, βίβλοι ... ἔμμεσοι καὶ γείτονες Amph.Seleuc.255
•c. dat. Ἀθήναις ἔστι τις γ. πόλις E.Io 294, νεκροῖσι γείτονας θάκους ἔχων E.HF 1097, Αἰγλήτην Ἀνάφην τε, Λακωνίδι γείτονα Θήρῃ Call.Fr.7.23, νέος ... ᾌδι γ. un joven próximo a la muerte Nonn.D.11.214
•predic. γ. οἰκῶ τῇ Ἑλλάδι X.An.2.3.18, Τίμων ... ἑαυτῷ γ. καὶ ὅμορος Luc.Tim.43
•c. gen. γείτονες ... Ὑδροχόος καὶ Ὠαρίων Call.Fr.110.93, γείτονα πότμου ἡβητήν Nonn.D.11.97, cf. 13.313, 38.370.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
I. subst. 1 voisin, voisine : ἐν γειτόνων οἰκεῖν LUC habiter dans le voisinage;
2 τὸ γεῖτον· τὰ δύο αἰδοῖα selon Hesych;
II. adj. 1 voisin (lieu, mer, ville, etc.) : τινός ou τινί de qqn ou de qch;
2 fig. voisin, analogue, semblable : ἐν γειτόνων εἶναι LUC être à peu près de même sorte.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γείτων -ονος, ὁ, ἡ
1. buurman, buurvrouw:; γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου de buren en aanhang van Menelaus Od. 4.16; ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι bij de buren de lamp opnieuw aansteken Lys. 1.14; ἐν γειτόνων ἡμῖν ᾤκει hij woonde bij ons in de buurt Luc. 34.25; overdr.. ἐν γειτόνων ἐστί τὰ δόγματα de doctrines liggen bij elkaar in de buurt Luc. 24.8.
2. adj. naburig, aangrenzend, met dat.
German (Pape)
ονος, ὁ, ἡ, entstanden aus ΓΕ-ΙΤΩΝ, vgl. das ähnlich gebildete γηΐτης; γείτων von γέα, eigentlich = Landsmann, dem (selben) Lande angehörig; gebräuchlich in der Bedeutung Nachbar, Nachbarin, und als adjektiv., benachbart; Hom. dreimal, nominat. plur., Od. 4.16 γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου, unechte Stelle; 5.489 ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι; 9.48 οἵ σφιν γείτονες ἦσαν. – Hes. O. 344 und Folgde; Prosa, καὶ ὁ πλησίον Plat. Theaet. 174a; ἢ σύνοικος Legg. III.696b; καὶ ὅμορος Luc. Tim. 43; oft adj., benachbart, angrenzend, πόντος, πόλις, Pind. N. 9.43, P. 1.32, wie Plat. Legg. IX.877a; χώρα Aesch. Pers. 67; σπλάγχνον γ. αὐτῷ Plat. Tim. 72c. Selten c. gen., Eur. Cycl. 281, I.T. 1451; – ἐκ γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Plat. Rep. VII.531a, wie ἡ ἐκτ. γ. Ar. Plut. 435, Lys. 701; ἐκ γειτόνων κατοικεῖν Antiphan. Ath. XIII.572a; ebenso ἐν γειτόνων, in der N., ᾤκει Luc. Philops. 25; Conv. 22; öfter bei Sp.; ἀπὸ γειτόνων DS. 13.84; übertragen, verwandt, ähnlich, Luc. Icarom. 8. – Ein neutr. γεῖτον führt Hesych. an, vgl. App. B.C. 1.93; Ach.Tat. 1.2.20.
Russian (Dvoretsky)
γείτων: gen. ονος
1 соседний (πόντος Pind.; πόλις Pind., Plat.; χώρα Aesch.; Σκαμάνδριοι ῥοαί Soph.; τινί Eur., Xen., Plat. и τινός Eur., Xen.);
2 близкий, сходный (πρός τι Arst.): ἐν γειτόνων εἶναι Luc. быть сходным.
ονος ὁ и ἡ сосед, соседка Hom., Hes., Plat., Luc.: ἐκ (τῶν) γειτόνων Arph., Lys., ἀπὸ γειτόνων Diod. от или у соседей; ἐν γειτόνων Luc. у соседей или по соседству.
Frisk Etymological English
-ονος
Grammatical information: m. f.
Meaning: neighbour, also as adj. (Od.). Also γ<ε>ίτονας τὰ δύο αἰδοῖα H., also in Mod. Greek (Pontos, Koukoulés Α᾽ρχ. 27, 61ff.).
Compounds: As second member in τὰ Μεταγείτνια a feast in Miletus (Va) with the month name Μεταγειτνιών (Ion.-Att.), beside Πεδαγείτνιος etc. (Rhodos, Kos, Chalcedon).
Derivatives: Late γείταινα (AB, cf. τέκταινα etc.). With γειτον-: γειτονία neighbourhood (Pl.) with γειτονέω (A.), γειτονεύω (Hp.). - With γειτν- γειτνιάω (S.), γειτνία, γείτνιος (pap.), γειτνέω (pap.) etc.
Origin: IE [Indo-European]X [probably], XX [unknown]
Etymology: If the ablaut is old, γείτων must be quite old. No etymology. (Not to γεῖσον.)
Middle Liddell
[γῆ]
one of the same land, a neighbour, Lat. vici-nus (from vicus), Od.; γείτων τινός or τινί one's neighbour, Eur., Xen.:— ἐκ τῶν γειτόνων or ἐκ γειτόνων from or in the neighbourhood, Ar., Plat.; as adj. neighbouring, Aesch., Soph.
English (Autenrieth)
ονος: neighbor. (Od.)
English (Slater)
γείτων (γείτων, -ονι, -ον(α); -ονες, -όνων)
a adj., neighbouring, neighbour of people, places. κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα i. e. the city of Aitna lying near the mountain (P. 1.32) γείτονα δ' ἐκκάλεσεν (Ἀμφιτρύων) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν in Thebes (N. 1.60) πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι i. e. in Sicily and off Cumae (N. 9.43) ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον κελαδῆσαι (i. e. Poseidon: γείτονα, τῶν Θηβαίων, ὡς πρὸς τὴν Ὀγχηστόν. Σ.) (I. 1.53) ]ιόν τε σκόπελον γείτονα πρύτανιν[ Δ. 3. 10.
b subs. ἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων (O. 1.47) ἔσχον δ' Ἀμύκλας Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες (sc. Δωριεῖς: Amyklai is near Therapnai, centre of their cult) (P. 1.66) καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον (P. 3.35) ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ, γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι (sc. Alkmaion: reference unexplained) (P. 8.58) φαῖμεν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.87) —8.
English (Strong)
from γῆ; a neighbour (as adjoining one's ground); by implication, a friend: neighbour.
English (Thayer)
γείτονος, ὁ, ἡ (from γῆ, hence, originally 'of the same land,' of. Curtius, § 132) from Homer down, a neighbor: John 9:8.
Greek Monolingual
βλ. γείτονας.
Greek Monotonic
γείτων: -ονος, ὁ, ἡ (γῆ), αυτός που ανήκει στην ίδια γη, γείτονας, Λατ. vicīnus (από το vicus), σε Ομήρ. Οδ.· γείτων τινός ή τινί = ο γείτονας κάποιου, σε Ευρ., Ξεν.· ἐκ τῶν γειτόνων ή ἐκ γειτόνων, από ή μέσα στη γειτονιά, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ως επίθ., γειτονικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
γείτων: -ονος, ὁ, ἡ, (γῆ) ὁ γειτνιάζων, συνορεύων, ὁ πλησίον, γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου Ὀδ. Δ. 16, πρβλ. Ι. 48, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 344, κτλ.· γείτων τινὸς Εὐρ. Ι. Τ. 1451, Κύκλ. 281, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 4· τινὶ Εὐρ. Ἴωνι 294, Ἡρ. Μαιν. 1097, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 18· (ἡ τελευταία σύνταξις προτιμητέα θεωρεῖται ὑπὸ τοῦ Θωμᾶ Μαγίστρ. σ. 184)·― ἐκ τῶν γειτόνων ἢ ἐκ γειτόνων, ἐκ τῆς γειτονίας ἢ ἐν αὐτῇ, Ἀριστοφ. Πλ. 435 (καὶ αὐτόθι Kust.), Πλάτ. Πολιτ. 531Α· λύχνον ἐκ τῶν γειτόνων ἐνάψασθαι Λυσίας 93. 2· ἐκ γειτόνων τῆς πατρίδος μετοικεῖν Λυκοῦργ. 150. 33· σπανίως ἀπὸ γ. Διόδ. 13. 84· ἐν γειτόνων οἰκεῖν (ἐνν. οἴκοις) Λουκ. Φιλοψ. 25, κτλ.· μεταφ., ἐν γειτόνων εἶναι, εἶμαι ὅμοιος, Ἰκαρομ. 8·― παροιμ., μέγα γείτονι γείτων Ἀλκμὰν 34, πρβλ. Πίνδ. Ν. 7. 130. ΙΙ. ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ ἐφεξῆς ὡς ἐπίθ. = γειτονικός, πλησιόχωρος, πόλις, πόντος II. 1. 60, Ν. 9. 103· οὕτως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 67, Θήβ. 486, Σοφ. Αἴ. 418· καὶ παρὰ πεζοῖς, ἡ γ. πόλις Πλάτ. Νόμ. 877Α· οὐδ. πληθ. γείτονα Ἀριστ. Φυτ. 2. 8, 8, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 259·― γείτω, CIA. 2, 814, a, B, 36. 39.
Frisk Etymology German
γείτων: -ονος
{geítōn}
Grammar: m. f.
Meaning: Nachbar, auch adjektivisch benachbart (seit Od.).
Derivative: Spätes Femininum γείταινα (AB, nach τέκταινα usw.). Die übrigen Ableitungen gehen entweder von der Hochstufe γειτον- oder der Schwundstufe γειτν- aus. Mit Hochstufe: γειτονία Nachbarschaft (Pl., Arist. u. a.) woneben γειτονέω benachbart sein (A., Kall. u. a.) mit γειτόνημα (Alkm., Pl. u. a.) und γειτόνησις (Luk., Plot.). Ein anderes Denominativum ist γειτονεύω (Hp., X., Str. u. a.) mit γειτονεία (Megalop. II-Ia, Phld. u. a.). — Außerdem γειτοσύνη Nachbarschaft (Str., nach den Nomina auf -οσύνη) mit γειτόσυνος (AP). — Die Schwundstufe kennzeichnet besonders γειτνιάω benachbart sein (S., Ar., D. usw.) mit den Ableitungen γειτνίασις (Arist.) und γειτνίαμα (H.). Postverbal γειτνία Nachbarschaft (hell. und spät) mit γειτνιακός (J.), γείτνιος (Pap.), γειτνέω (Pap.). Erweiterte Verbform γειτνιάζω (Aesop.). Durch Kreuzung entstanden γειτονιάω (Theopomp.) und γειτονίασις (Termessos IIp), vgl. Radermacher Glotta 25, 199. — Als Hinterglied steht endlich die Schwundstufe in τὰ Μεταγείτνια N. eines Festes in Milet (Va) mit dem Monatsnamen Μεταγειτνιών (ion. att.), woneben in derselben Bedeutung Πεδαγείτνιος usw. (Rhodos, Kos, Chalkedon).
Etymology: Falls die Abstufung am Stammende alt ist und nicht als analogische Neuerung eintrat, muß γείτων ein erhebliches Alter haben. Eine Etymologie ist indessen noch nicht gefunden.
Page 1,293-294
Chinese
原文音譯:ge⋯twn 給團
詞類次數:名詞(4)
原文字根:土地
字義溯源:鄰居,鄰舍;源自(γῆ)*=地)。在新約,這字的用意常超出鄰舍的範圍,有‘人際關係’的含意;如( 路14:12; 15:6,9),這字與弟兄或朋友平列
出現次數:總共(4);路(3);約(1)
譯字彙編:
1) 鄰舍(4) 路14:12; 路15:6; 路15:9; 約9:8
Mantoulidis Etymological
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τή γῆ.
Παράγωγα: γειτονεύω, γειτόνημα (=γειτονιά), γειτονία, γειτνιάω (=συνορεύω), γειτνίασις, γειτνιακός (=γειτονικός).
Translations
neighbour
Abkhaz: агәыла; Afrikaans: buurman, buurvrou; Albanian: fqinj, fqije, gjiton, komshi; Amharic: ጎረቤት; Arabic: جَار, جَارة; Egyptian Arabic: جار, جارة; Hijazi Arabic: جار, جارة; Moroccan Arabic: جار, جارة; Aramaic Hebrew: שבבא, שבבתא; Syriac: ܫܒܒܐ, ܫܒܒܬܐ; Armenian: հարեւան, դրացի; Aromanian: vitsin; Asturian: vecín, vecina; Azerbaijani: qonşu; Baluchi: ہمسایگ, ہمساہگ; Bashkir: күрше; Basque: aldameneko, auzokide; Bavarian: Nochbar, Nåchbår; Belarusian: сусед, суседка; Bengali: প্রতিবেশী; Breton: amezeg, amezegez; Bulgarian: съсед, съседка, комшия, комшийка; Burmese: အိမ်နီးချင်း; Buryat: хүршэ; Catalan: veí, veïna; Cebuano: silingan; Chechen: лулахо; Chinese Cantonese: 鄰居/邻居; Dungan: линҗү, гибир; Mandarin: 鄰居/邻居, 比鄰/比邻; Min Nan: 厝邊/厝边; Crimean Tatar: qomşu; Czech: soused, sousedka; Dalmatian: vičain; Danish: nabo; Dutch: buur, buurman, buurvrouw, buren, nabuur; Elfdalian: granne; Esperanto: najbaro; Estonian: naaber; Faroese: granni, nábúgvi; Finnish: naapuri; French: voisin, voisine; Friulian: vicin, vicìn, prossim; Galician: veciño; Georgian: მეზობელი; German: Nachbar, Nachbarin; Gothic: 𐌱𐌹𐍃𐌹𐍄𐌰𐌽𐌳𐍃, 𐌲𐌰𐍂𐌰𐌶𐌽𐌰, 𐌲𐌰𐍂𐌰𐌶𐌽𐍉, 𐌽𐌴𐍈𐌿𐌽𐌳𐌾𐌰; Greek: γείτονας, γειτόνισσα; Ancient Greek: ἀγυιᾶτις, γειτνιῶν, γείτων, κωμήτης, ὅμορος, ὅμουρος, πάροικος, πάροιμος, πέλας, πελάτης, πελάτις, πλατυχαίτας, πλησιαστής, πλησίον, πλησίος, προσπελάτης; Greenlandic: sanileq, eqqaamiu; Hebrew: שָׁכֵן, שְׁכֵנָה; Higaonon: silingan; Hindi: पड़ोसी, पड़ोसिन, हमसाया; Hungarian: szomszéd; Icelandic: nágranni, nábúi; Ido: vicino, vicinulo, vicinino; Indonesian: tetangga; Interlingua: vicino; Irish: comharsa; Istriot: viseîn; Italian: vicino, vicina; Japanese: 隣人, 隣の人, 近所の人, 隣家の人; Jeju: 이웃, 윳; Kapampangan: siping-bale; Kazakh: бастас, көрші, қоңсы; Khmer: អ្នកជិតខាង, មិត្តជិតខាង; Kikai: 隣; Korean: 이웃 사람, 이웃; Kunigami: 隣; Kurdish Central Kurdish: دراوسێ; Northern Kurdish: cîran, dirawse, cînar; Kyrgyz: коңшу, кошуна, көршу; Lao: ເພື່ອນບ້ານ; Latgalian: kaimiņs, sābrys; Latin: adcola, accola, vicinus, vicina; Latvian: kaimiņš, kaimiņiene; Lithuanian: kaimynas, kaimynė; Lombard: visin, vesin; Low German: Nahwer; Luxembourgish: Noper, Nopesch; Macedonian: сосед, сосетка, комшија, комшика; Malay: jiran, tetangga; Maltese: ġar; Manx: naboo; Maori: tangata-noho-tata, kiritata; Middle English: neyghebour; Miyako: 隣; Mongolian Cyrillic: хөрш; Mongolian: ᠬᠥᠷᠰᠢ; Mwali Comorian: djirani; Ngazidja Comorian: djirani; North Frisian: näiber; Northern Amami-Oshima: 隣; Northern Sami: ránnjá, kránnjá; Norwegian Bokmål: nabo; Nynorsk: nabo; Occitan: vesin; Oki-No-Erabu: 隣; Okinawan: 隣; Old Church Slavonic Cyrillic: сѫсѣдъ; Old East Slavic: сусѣдъ; Old English: nīehsta, nēahġebūr; Old High German: nāhgibūr; Old Norse: granni, nábúi; Oromo: ollaa; Ottoman Turkish: قونشو; Papiamentu: bisiña; Pashto: همسايه, ګاونډی; Pennsylvania German: Nochber; Persian: همسایه; Piedmontese: vsin; Polish: sąsiad, sąsiadka; Portuguese: vizinho, vizinha; Punjabi Gurmukhi: ਗੁਆਂਢੀ, ਗਵਾਂਢੀ, ਗੁਆਂਢਣ; Shahmukhi: گَوانڈھی, گُوَانڈھی, گَوَانْڈَھݨ; Romanian: vecin, vecină; Romansch: vischin, vischina; Russian: сосед, соседка; Sanskrit: प्रतिवेशिन्; Sardinian: bichinu, bighinu, biginu, vichinu; Scots: neibour; Scottish Gaelic: nàbaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: сусед, сусјед, суседкиња, сусетка, суседа, ко̀мшија, ко̀мшиница, комшикa; Roman: súsed, súsjed, susedkinja, susetka, suseda, kòmšija, kòmšinica, komšika; Sicilian: vicinu; Slovak: sused, susedka; Slovene: sosed, soseda; Somali: jaar; Sorbian Lower Sorbian: sused; Upper Sorbian: susod; Southern Amami-Oshima: 隣; Spanish: vecino, vecina; Swahili: jirani, majirani; Swedish: granne, nabo; Tabasaran: гъунши; Tagalog: kapitbahay; Tajik: ҳамсоя; Tamil: அண்டை; Tatar: күрше; Telugu: పొరుగు; Thai: เพื่อนบ้าน; Tibetan: གྲོང་པ, ཁྱིམ་མཚེས; Tigrinya: ጐረቤት; Toku-No-Shima: 隣; Turkish: komşu; Turkmen: goňşy; Tuvan: кадызы, кожазы, кожа; Ukrainian: сусі́д, сусі́дка, сусі́да; Urdu: ہَمْسایَہ, پَڑوسی, پَڑوسن; Uyghur: قوشنا, خوشنا; Uzbek: hamsoya, qoʻshni; Venetian: vesin, visin, vexin; Vietnamese: láng giềng, hàng xóm; Volapük: nilädan, hinilädan, jinilädan; Walloon: vijhén, vijhene; Welsh: cymydog; Yaeyama: 隣; Yakut: ыал; Yiddish: שכן, שאָכן; Yonaguni: 隣; Yoron: 隣; Yoruba: aládùúgbò; Zazaki: êmıryan, ciron
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik