αἱμάς

Revision as of 17:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A gush, stream of blood, S.Ph.695 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμάς: -άδος, ἡ, ἐξόρμησις, ῥεῦμα αἵματος, Σοφ. Φ. 697 (λυρ.)· = αἵματος ῥύσις, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Σχολ.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
flot de sang, effusion de sang.
Étymologie: αἷμα.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ chorro de sangre S.Ph.696.

Greek Monotonic

αἱμάς: -άδος, ἡ (αἷμα), εκροή, ανάβρυσμα ή ποτάμι, χείμαρρος αίματος, σε Σοφ.