γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
η (AM ἐκροή)έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών της βροχής»)αρχ.1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος2. συνεκδ. τα μέρη του σώματος απ' όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους).