αἰένυπνος

Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A giving eternal sleep, epith. of Death, S.OC1578 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰένυπνος: -ον, ὁ κοιμίζων τινὰ εἰς τὸν αἰώνιον ὕπνον, ἐπίθ. τοῦ θανάτου, Σοφ. Ο. Κ 1578.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dort éternellement.
Étymologie: ἀεί, ὕπνος.

Spanish (DGE)

-ον
que trae un sueño eterno epít. de la Muerte o Hades σέ τοι κικλήσκω τὸν αἰένυπνον S.OC 1578.

Greek Monotonic

αἰένυπνος: -ον, αυτός που κοιμίζει κάποιον στον αιώνιο ύπνο, επίθ. για τον θάνατο, σε Σοφ.