αἴγιλος

Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A a herb of which goats are fond, = αἰγίλωψ 1, Theoc.5.128, Babr.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἴγῐλος: ἡ, ἣν καθ’ ὑπερβολὴν ἀγαπῶσιν αἱ αἶγες, ἴσ. αἰγίλωψ, Θεόκρ. 5. 128, Βαβρ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
herbe dont se nourrissent les chèvres.
Étymologie: αἴξ.

Greek Monotonic

αἴγῐλος: ἡ (αἴξ), χορτάρι που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.