αἴγιλος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἡ, a herb of which goats are fond, = αἰγίλωψ 1, Theoc.5.128, Babr.3.4.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
bot. cierto tipo de gramínea que gusta a las cabras, prob. rompesacos, Aegilops ovata L., o avena morisca, Avena barbata L., Theoc.5.128, Babr.3.4.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
herbe dont se nourrissent les chèvres.
Étymologie: αἴξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἴγιλος -ου, ἡ [~ αἴξ ?] wilde haver (gegeten door geiten).
German (Pape)
ἡ, ein Kraut, Theocr. 5.128.
Russian (Dvoretsky)
αἴγῐλος: ἡ «козья трава» Theocr., Babr.
Greek (Liddell-Scott)
αἴγῐλος: ἡ, ἣν καθ’ ὑπερβολὴν ἀγαπῶσιν αἱ αἶγες, ἴσ. αἰγίλωψ, Θεόκρ. 5. 128, Βαβρ. 3. 4.
Greek Monotonic
αἴγῐλος: ἡ (αἴξ), χορτάρι που προτιμούν υπερβολικά οι κατσίκες, σε Θεόκρ.