ἀκόλυμβος

Revision as of 17:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόλυμβος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait pas plonger.
Étymologie: ἀ, κόλυμβος.

Spanish (DGE)

-ον que no sabe nadar, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.

Greek Monolingual

ἀκόλυμβος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κολυμβῶ].

Greek Monotonic

ἀκόλυμβος: -ον, ο ανίκανος να κολυμπήσει, σε Βατραχομ., Πλούτ.