αἴθυια

Revision as of 17:33, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ, diving-bird, prob.

   A shearwater, Od.5.337, cf. Arist. HA 542b17, Call.Del.12, AP7.285 (Glauc.); ἰχθυβόλοι ib.6.23 (Zon.):— epith. of Athena, as protecting ships, Paus.1.5.3.    II metaph., ship, Lyc.230.

Greek (Liddell-Scott)

αἴθυια: ἡ, θαλάσσιον πτηνόν, πιθανῶς εἶδος λάρου, Larus marinus, Ὀδ. Ε. 337· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 9, 1· αἴθ. ἰχθυβόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 23, «αἴθιαι, ἐνάλιαι κορῶναι», Ἡσύχ. - Ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς ὡς προστάτιδος τῶν πλοίων, Παυσ. 1. 5, 3. ΙΙ. μεταφ. πλοῖον, Λυκόφρ. 230.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 mouette, oiseau ; ép. d’Athéna (protectrice des marins);
2 p. anal. vaisseau.
Étymologie: -.

English (Autenrieth)

water-hen.

Greek Monotonic

αἴθυια: ἡ, θαλασσοπούλι, πιθ. είδος γλάρου, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).