θαλασσοπούλι

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

το
1. γενική κοινή ονομασία πουλιών που ζουν κοντά στη θάλασσα ή είναι γνήσια πελαγικά
2. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος
3. μικρό ταχύπλοο σκάφος.