Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
εῖσα, έν,
A v. εἴλω.
[Seite 92] εῖσα, έν, aor. zu εἴλω.
ἀλείς: εῖσα, έν, ἴδε ἐν λ. εἴλω ΙΙΙ.
εῖσα, έν;part. ao.2 Pass. de εἴλλω ou de εἵλλω.
see εἴλω.
v. εἴλω.
ἀλείς: -εῖσα, -έν, μτχ. Παθ. αορ. βʹ του εἴλω· βλ. εἴλω II.