ἀείβολος

Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον, (βάλλω)

   A continually thrown, σφαῖρα AP6.282 (Theod.).

German (Pape)

[Seite 38] σφαῖρα, immer geworfen, Theodorld. 3 (VI, 282).

Greek (Liddell-Scott)

ἀείβολος: -ον, (βάλλω) ὁ συνεχῶς βαλλόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 282.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé continuellement.
Étymologie: ἀεί, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ον constantemente lanzado σφαῖρα AP 6.282 (Theodorus).

Greek Monotonic

ἀείβολος: -ον (βάλλω), αυτός που βάλλεται συνεχώς, σε Ανθ.