ἀμυγμός
English (LSJ)
ὁ, = foreg., cj. in A.Ch.24.
German (Pape)
[Seite 130] ὁ, das Zerfleischen, Aesch. Ch. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγμός: ὁ, (ἀμύσσω) ἄμυγμα, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἄμυγμα.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀμυγμός: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Αισχύλ.