ἁλώῃ

Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. sbj. de ἁλίσκομαι.

English (Autenrieth)

see ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἁλώῃ:I. γʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του ἁλίσκομαι.
II. αλλά ἁλῴη, ευκτ.