ἀμφιτειχής

Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A encompassing the walls, λεώς A.Th.291.

German (Pape)

[Seite 144] ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτειχής: -ές, ὁ περιβάλλων τὰ τείχη, λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 290.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui entoure les remparts.
Étymologie: ἀμφί, τεῖχος.

Spanish (DGE)

-ές que cerca las murallas λεώς A.Th.291.

Greek Monolingual

ἀμφιτειχής, -ές (Α)
αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τειχὴς < τεῖχος.

Greek Monotonic

ἀμφιτειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που «αγκαλιάζει», περικυκλώνει τα τείχη, σε Αισχύλ.