ἀμφιστέλλομαι

Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Med.,

   A fold round oneself, deck oneself in, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένη Theoc.2.74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστέλλομαι: μέσ., περιβάλλομαι, ἐνδύομαι, στολίζομαι, ξυστίδα ἀμφιστειλαμένα Θεόκρ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

se revêtir de, acc..
Étymologie: ἀμφί, στέλλω.

Spanish (DGE)

envolverse en, vestirse ἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα Theoc.2.74.

Greek Monolingual

ἀμφιστέλλομαι (Α)
περιβάλλομαι, ντύνομαι, στολίζομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + στέλλω.

Greek Monotonic

ἀμφιστέλλομαι: Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, με αιτ., σε Θεόκρ.