στέλλω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέλλω Medium diacritics: στέλλω Low diacritics: στέλλω Capitals: ΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: stéllō Transliteration B: stellō Transliteration C: stello Beta Code: ste/llw

English (LSJ)

Il.4.294, etc.: A fut. στελῶ S.Ph.640, Ep. στελέω Od.2.287: aor. ἔστειλα Th.7.20, Ep. στεῖλα Od.14.248: pf. ἔσταλκα Arr.An.2.11.9, (ἀπ-, ἐπ-) Isoc.1.2, E.Ph.863: plpf. ἐστάλκει Arr.An.3.16.6, (ἐπ-) Th.5.37:—Med., Il.23.285, etc.: fut. στελοῦμαι Lyc.604: aor. ἐστειλάμην, Ep. στειλ-, Il.1.433, S.OT434, etc.:—Pass., fut. στᾰλήσομαι (ἀπο-) Aeschin.3.114 (v.l.), D.24.93; simple σταλήσομαι J.AJ2.4.2: aor. ἐστάλθην (in compd. ἀποσταλθέντες) GDI5186.4 (Crete), cf.Sch. Od.8.21; more freq. ἐστάλην [ᾰ], Pi.O.13.49, Hdt.4.159, (ἐπ-) Th.1.91, etc.: pf. ἔσταλμαι Hdt.7.62, Pl.Lg.833d, etc.: plpf. ἐστάλμην Philostr. VA3.25, 3pl. ἐστάλατο Hes.Sc.288; ἐσταλάδατο and ἐστελάδατο dub.ll.in Hdt.7.89 (leg. ἐστάλατο):—make ready, οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι Il.4.294; οὔτε κέ σε στέλλοιμι μάχην ἐς κυδιάνειραν 12.325; νῆα σ. rig or fit her out, Od.2.287, cf. 14.247; πλοῖον Hdt.3.52; ναῦς τριάκοντα Th.7.20; τὰ ἐκ νεώς S.Ph.1077: also στρατιήν, στόλον, στρατόν, fit out an armament, get it ready, Hdt.3.141, 5.64, A.Pers.177, etc.; ᾧ δὴ τόνδε πλοῦν ἐστείλαμεν S.Aj.1045: also στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι furnish with, array in, a garment, Hdt.3.14; χιτῶνι S.Tr.612: c. dupl. acc., στολὴν σ. τινά E.Ba.827 sq.; σ. τινὰς ὡς δεσποίνας X.HG5.4.5; σ. ἕλκος dress it, Hp.VC14; bury, ἐνὶ γαίῃ σ. A.R.3.205:—Med., στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ.. πέπλους put on robes, E.Ba.821: c. dat., ἐσθῆτι στειλάμενοι having dressed themselves in.., Luc.Philops.32: metaph., σ. κιθάρην Hermesian.7.2:—Pass., fit oneself out, get ready, ἄλλοι δὲ στέλλεσθε do you others prepare (to compete in the games), Il.23.285; στρατὸν κάλλιστα ἐσταλμένον Hdt.7.26, cf. 3.14, 7.93: c. acc. cogn., τὴν αὐτὴν ταύτην ἐστ. ib.62: c. dat., πρεπούσῃ στολῇ ἐστ. Pl.Lg.833d: followed by a Prep., ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον X.An.3.2.7; ἐς ἄγραν, ἐπ' ἄγρην, Lyc.604, AP 7.535 (Mel.); περὶ ὄργια E.Ba.1000 (lyr.): c. inf., ἐστέλλετο ἀπιέναι he prepared to go, Hdt.3.124; κινεῖν κώπας E.Tr.181 (lyr.).
II dispatch, send, ἐς οἶκον πάλιν A.Pr.389, cf. E.IA119 (lyr.), etc.; ἐξ ἑνὸς στείλαντος S.OC737:—Med. and Pass., set out, or (esp. in aor. 2 Pass.) journey, Hdt.1.165, 3.53, 4.159, 5.92.β: c. acc. cogn., ὁδὸν στέλλεσθαι S.Ph.1416 (anap.), cf. A.R.4.296; πρὸς θάλασσαν E.Hel.1527; ἐπὶ τὸν χρυσόν Hdt.3.102; ἐπὶ πλοῖα X.An.5.1.5; τούτων γὰρ οὕνεκ' ἐστάλην S.Aj.328; ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς Pi.O.13.49; οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ S.El.404; οἴκαδε Τροίας ἄπο E.Tr.1264; κατὰ γῆν (v.l. γῆς) X.An.5.6.5: abs., στέλλου, κομίζου begone! A.Pr.394: c. acc. loci, ὀμφαλὸν γῆς σ. E.Med.668; μέλαθρα Id.HF109 (lyr.); of things, to be sent, S.Tr.776: metaph. of speech, ἀέρα ἐκπέμπειν στελλόμενον ὑφ' ἑκάστων τῶν παθῶν Epicur.Ep.1p.27U.
2 Act. intr. in sense of the Pass. (in Hdt. and Trag.), prepare to go, start, set forth, ἔστελλε ἐς ἀποικίην Hdt.4.147, cf. 148, 5.125, S.Ph.571,640: c. acc. cogn., κέλευθον τήνδε.. ἔστειλα A.Pers.609.
3 Med., set out upon a task, στέλλεσθαι πρός τι Pl.Phlb. 50e; ἐπί τι Id.Sph.230b; ἐπ' αὐτὸ δὴ τοῦτο στελλώμεθα; Id.Lg.892e; ἐπὶ θήρας πόθον ἐστέλλου E.Hipp.234 (anap.); ἐπὶ τυραννίδ' ἐστάλης Ar.V.487.
III summon, fetch, bring a person to a place, S.OT860, cf. OC298, Ph.623,983; ὑμᾶς ἔστειλ' ἱκέσθαι Id.Ant.165, cf. Ph.60,495; (ἐμπορίαν) Pl.Ep.313e:—Med., σ' ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην I would have sent for thee... S.OT 434:—Pass., Id.OC550 (cj.).
b ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει leads to Corinth, Luc.Herm.27.
IV gather up, make compact, esp. as a nautical term, furl, take in, ἱστία.. στεῖλαν Od.3.11, 16.353; στείλασα λαῖφος A.Supp.723:—Med., ἱστία μὲν στείλαντο Il.1.433, cf. Call.Del. 320, Arist.Mech.851b8: abs., στέλλεσθαι (sc. ἱστία) Teles p.10 H., Plb.6.44.6; so ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατο they girded up, tucked up their clothes to work, Hes.Sc.288, cf. A.R.4.45: abs., στειλάμενος σιγᾷς AP11.149.
2 check, Epicur.Ep.1p.7U.; repress, Ph.2.274, etc.:—Med., Plb.8.20.4; λόγον στειλώμεθα draw in, shorten our words, i.e. not speak out the whole truth, E.Ba.669; σ. τὸ συμβεβηκός hush it up, Plb.3.85.7; πρόσωπον στέλλεσθαι draw up one's face, look rueful, Phryn.PS p.107 B.
3 Medic., bind, make costive, τὰ στέλλοντα astringents, opp. τὰ καθαίροντα, Gal.1.221, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.:—Pass., φλέβες στέλλονται shrink up, Nic.Al.193.
4 Med., restrict one's diet, οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο ὧν ἐπιθυμέουσιν, οὔτε στείλαιντο (v.l. ὑποστ-) Hp.VM5; στελλόμενοι τοῦτο avoiding this, 2 Ep.Cor.8.20; στέλλεο Περσεφόνας ζᾶλον Supp.Epigr.2.615 (Teos). (Cf. εὔσπολον, κασπολέω, σπολάς, σπόλος, σπελλάμεναι; prob. I.-E. squ̯el-. but not found in cogn. languages; I.-E. st(h)el- is prob. found in OSlav. stǐlati 'spread out', Lat. lātus (fr. *stlātus) 'broad', with which στέλλω may be cogn.)

German (Pape)

[Seite 934] fut. στελῶ, ep. στελέω, aor. ἔστειλα, perf. ἔσταλκα u. ἔσταλμαι; davon plusqpf. ἐσταλάδατο, Her. 7, 89, was Buttmann für einen alten Fehler statt ἐστάλατο hält, wie Hes. Sc. 288 steht; aor. pass. ἐστάλην, poet. auch ἐστάλθην; – 1) eigtl. stellen, zum Stehen bringen; ἑτάρους στέλλων, die Gefährten (in Reih und Glied, in Schlachtordnung) stellend, Il. 4, 294; bes. in Standsetzen. fertig machen, ausrüsten, τινὰ ἐς μάχην, 12, 325, Einen in die Schlacht stellen, d. i. in die Schlacht schicken; νῆα, ein Schiff stellen, es vollkommen ausrüsten, segelfertig machen, Od. 2, 287. 14, 248; στείλας στρατόν, στρατιάν, Aesch. Pers. 173 Ag. 773; πλοῦν ἐστείλαμεν, Soph. Ai. 1024 Phil. 1099; στρατόν, Eur. I. A. 661; ναῦν, I. T. 70, vgl. Hel. 146. So Her. πλοῖον στέλλειν 3, 52, στρατόν 3, 141; auch στόλον στεῖλαι, eine Rüstung ausrüsten, ins Werk setzen, 4, 64; πόλεμον, Dion. Hal. 8, 51; – στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι, Einen mit einem Kleide versehen, Her. 3, 14; εὔγμην πανδίκως στελεῖν χιτῶνι τῷδε, Soph. Tr. 609; u. pass., ἐσταλμένος σκευήν, Her. 7, 62. 93; ἐπὶ πόλεμον, Xen. An. 3, 2, 7; πρεπούσῃ στολῇ ἐσταλμέναι, Plat. Legg. VIII, 833 d; Sp., wie Luc. u. Plut. – Med. sich stellen, sich anschicken, rüsten, fertig machen, ἄλλοι δὲ στέλλεσθε κατὰ στρατόν, Il. 23, 285; ναῦται στέλλονται κινεῖν κώπας, Eur. Troad. 181; τὴν πορείαν, Pol. 9, 24, 4; πρὸς ἀποδημίαν, Plut. Timol. 8; auch sich ankleiden, anziehen, στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ βυσσίνους πέπλους Eur. Bacch. 819, u. Folgde; μελαίνῃ ὲσθῆτι στειλάμενοι νεκρικῶς, Luc. Philops. 32. – 2) nach einem Orte hinstellen, senden, schicken; σαφῶς μ' εἰς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν, Aesch. Prom. 387; ἔμ' εἰς Ἀχαιοὺς ὤμοσεν πείσας στελεῖν, Soph. Phil. 619; ὑμᾶς δ' ἐγὼ ἔστειλ' ἱκέσθαι, Ant. 165, ich ließ euch holen, befahl euch zu kommen, wie unser »beschicken«; so auch Phil. 493; med. zu sich kommen lassen, Soph. O. R. 434, wie μεταπέμπομαι; bes. pass., ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς, Pind. Ol. 13, 49; kommen, wenn nach Einem geschickt worden, Θησεὺς κατ' ὀμφὴν σὴν ὃς ἐστάλη, πάρα, Soph. O. C. 556; Ai. 321; u. gradezu = gehen, kommen, reisen, von Land- u. Seereisen, ἐς Κύρνον, ἐς Κέρκυραν, Her. 1, 165, ἐκ Λακεδαίμονος, 4, 147; ἤδη στέλλεσθε, Soph. Phil. 1402; ἀπὸ δὲ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φάτις βροτοῖς στέλλεται; Aesch. Ag. 1104; ὡς στελλώμεθ' οἴκαδ' ἄσμενοι, Eur. Troad. 1264; ἐπὶ θήρας πόθον ἐστέλλου, Hipp. 234; τὰ νῦν δὴ βούλομαι στέλλεσθαι πρὸς τὴν κρίσιν, ich will mich auschicken dazu, Plat. Phil. 50 e; von der Seefahrt, Xen. Mem. 4, 3, 8 u. 8 Sp. – Auch im act. intr., gehen, κέλευθον τήνδε ἐκ δόμων πάλιν ἔστειλα, Aesch. Pers. 601; bes. zu Schiffe fahren, Θήρας ἔστελλε ἐς ἀποικίην ἐκ Λακεδαίμονος, Her. 4, 147; einzeln bei Sp. – 3) in der Schiffersprache ἱστία στέλλειν, die Segel einstellen, einziehen, Od. 3, 11. 16, 353; auch im med.,., ἱστία στέλλεσθαι, Il. 1, 433; ähnlich χιτῶνας ἐστάλατο, sie hatte die Röcke zur Arbeit aufgeschürzt, Hes. Sc. 288; στείλασα λαῖφος παγκρότως ἐρέσσεται, Aesch. Suppl. 704; auch λόγον, Eur. Bacch. 658; ohne ἱστία, Pol. 6, 44, 6; übertr., verbergen, verheimlichen, τὸ συμβεβηκός, 3, 85, 7. – Nach Phryn. bei B. A. 62 στείλασθαι τὸ πρόσωπον συστρέψαι καὶ σκθρωπάσαι; φλέβες στέλλονται, sie ziehen sich zusammen, = σφύζουσι, Nic. Al. 193. Auch = sich zurückziehen, meiden, οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο οὐδενὸς οὔτε στείλαιντο, Hippocr.; vom Redner, die Segel einziehen, bescheiden reden, Ep. ad. 105 (IX, 149). – Bei den Medic. = adstringiren, Verstopfung bewirken, u. pass. sich krampfhaft zusammenziehen, zucken.

French (Bailly abrégé)

f. στελῶ, ao. ἔστειλα, pf. ἔσταλκα, pqp. ἐστάλκειν;
Pass. f. inus., ao.2 ἐστάλην, pf. ἔσταλμαι, pqp. ἐστάλμην;
A. tr. I. équiper, préparer : νῆα OD, πλοῖον HDT équiper un navire ; στρατόν ESCHL équiper une armée ; particul.
1 armer ou disposer pour le combat, acc.;
2 habiller, vêtir, acc. ; Pass. οὗτοι οὕτω ἐστάλαται HDT c'est ainsi qu'ils sont vêtus;
3 préparer à un voyage ou à une expédition, engager à voyager, à venir, faire venir, mander qqn ; avec l'inf. : οἵ σ' ἐν λιταῖς στείλαντες ἐξ οἴκων μολεῖν SOPH qui t'invitant instamment à venir ; στ. τινὰ πομποῖς ἱκέσθαι SOPH convier qqn à venir en lui envoyant des messagers ; Pass. être mandé;
4 amener, emmener, acc. ; στ. ἀπὸ κοινοῦ LUC envoyer qqn de la commune, càd envoyer un député ; στ. εἰς Ἀχαιούς SOPH conduire en Grèce;
5 envoyer, acc. ; fig. ἡ ὁδὸς εἰς Ἰνδοὺς ἄγουσα εἰς Κόρινθον στέλλει LUC le chemin qui mène aux Indes conduit à (litt. met en route pour) Corinthe;
II. amener à soi en gén. : στ. ἱστία OD carguer les voiles ; p. ext. restreindre, réprimer, arrêter;
B. intr. 1 se préparer à partir;
2 aller, partir ; ἐκ δόμων ἔστειλα ESCHL je suis sorti de la maison;
Moy. στέλλομαι (f. στελοῦμαι, ao. ἐστειλάμην);
I. intr. 1 s'équiper, se préparer : ἐπί τι en vue de qch;
2 particul. s'habiller, se vêtir : μελαίνῃ ἐσθῆτι LUC d'une robe noire;
3 se préparer pour un voyage ; aller, venir (sur terre et sur mer) : στέλλου, κομίζου ESCHL apprête-toi et va ; τούτων εἵνεκ' ἐστάλην SOPH c'est pour cela que je suis venue ; ἐστάλην εὐθὺ τῆς πόλεως LUC je me suis mis directement en route pour la ville ; ποῖ στέλλεσθε ; EUR où allez-vous ? οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ SOPH vers où je me suis mis en chemin, où j'avais l'intention d'aller ; de même avec ἐς ou ἐπί et l'acc., ou avec le simple acc. ; fig. ἀπὸ θεσφάτων τίς ἀγαθὰ φάτις βροτοῖς στέλλεται ; ESCHL quel savoir vient aux hommes provenant des prophéties ?;
4 ramener à soi : στ. ἱστία IL carguer les voiles;
II. tr. faire venir, mander : τινα οἴκους SOPH faire venir qqn dans sa maison.
Étymologie: R. Σταλ, équiper.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στέλλω, aor. act. ἔστειλα, η - aor. ἐστάλην (zie onder 4); perf. med. ἔσταλμαι, ep. plqperf. med. 3 plur. ἐστάλατο; fut. act. στελῶ, ep. στελέω. zonder beweging/verplaatsing, met acc. gereedmaken, voorzien van uitrusting met acc. in gereedheid brengen (voor de strijd), opstellen:; ἑτάρους στέλλοντα zijn strijdmakkers opstellend Il. 4.294; νῆα... στελέω ik zal een schip in orde laten maken Od. 2.287; τὰ ἐκ νεὼς σ. de uitrusting van het schip in gereedheid brengen Soph. Ph. 1077; med. refl. zich gereedmaken:; ἄλλοι δὲ στέλλεσθε en de anderen: jullie moeten je gereedmaken Il. 23.285; met inf.: ἐστέλλετο ἀπιέναι hij maakte zich op om weg te gaan Hdt. 3.124.1. uitrusten (met), voorzien (van): met acc. en dat..; στείλας αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἐσθῆτι δουληίῃ hadat hij diens dochter als een slavin had aangekleed Hdt. 3.14.2; uitrusten (als), met ὡς:. τρεῖς μὲν στείλας ὡς δεσποίνας, τοὺς δὲ ἄλλους ὡς θεραπαίνας nadat hij er drie had uitgedost als meesteressen, en de rest als dienaressen Xen. Hell. 5.4.5. geneesk. behandelen. scheepvaartterm innemen, reven, minderen:; ἱστία de zeilen; med. overdr. beperken:. λόγον στειλώμεθα; moet ik mij inhouden in mijn verslag? Eur. Ba. 669. met beweging, causat. met acc. maken dat... (weg)gaat, sturen; maken dat... komt, (laten) halen van een oriëntatiepunt weg (weg)sturen:; οὔτε κέ σε στέλλοιμι μάχην ἐς κυδιάνειραν noch zou ik jou de strijd in sturen, die aan mannen roem verleent Il. 12.325; abs.. ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει de weg voert naar Corinthe Luc. 70.27. naar een oriëntatiepunt toe laten komen, ontbieden; soms in combinatie met een inf.:; ὑμᾶς... ἔστειλ’ ἱκέσθαι ik heb jullie laten komen Soph. Ant. 165; οἵ σ’... στείλαντες ἐξ οἴκων μολεῖν die jou ontboden hadden om uit je huis te komen Soph. Ph. 60; med..; σ’ ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην ik had u naar mijn huis laten komen Soph. OT 434; komen halen:. βίᾳ στελοῦσί σε zij zullen je met geweld komen halen Soph. Ph. 983. act. intrans. (op) weg gaan/zijn, vertrekken, reizen, met bep. van doel of richting:; ἔστελλε ἐς ἀποικίην hij was op weg om een kolonie te stichten Hdt. 4.147.1; met acc. van de weg waarlangs:. κέλευθον τήνδ’... πάλιν ἔστειλα ik ben opnieuw langs deze weg gegaan Aeschl. Pers. 609. med.-pass. intrans. met aor. ἐστάλην, fut. σταλήσομαι (op) weg gaan, vertrekken, reizen, met εἰς + acc., met ἐπί + acc. naar (een plaats):; ἐστάλη ἐς Δελφούς hij reisde naar Delphi Hdt. 5.92β.2; στέλλεσθαι ἐπ’ ἄγρην op jacht gaan AP 7.535.6; met κατά + acc. over:. στέλλεσθαι κατὰ γῆν over land reizen Xen. An. 5.6.5. overdr., uit zijn op, met ἐπί + acc.:; ταύτης τῆς δόξης ἐπὶ ἐκβολὴν ἄλλῳ τρόπῳ στέλλονται zij stellen zich het verwerpen van deze theorie ten doel Plat. Sph. 230b; ἐπί τυρραννίδ’ ἐστάλης jij was uit op tirannie Aristoph. Ve. 487; met μή -bijzin:. στελλόμενοι τοῦτο, μή τις ἡμᾶς... μωμήσηται hierop gericht dat niemand kritiek op ons zal hebben NT 2 Cor. 8.20.

Russian (Dvoretsky)

στέλλω: (fut. στελῶ - эп. στελέω, aor. ἔστειλα - эп. στεῖλα; pass., aor. ἐστάλην с ᾰ, pf. ἔσταλμαι, ppf. ἐστάλμην)
1 строить (к бою), выстраивать (ἑτάρους Hom.);
2 снаряжать, готовить, приготовлять (ναῦς Thuc.; στρατιήν Her.; στέλλεσθαι πρός τι Plat.): ἐπὶ θήρας πόθον στείλασθαι Eur. иметь желание поохотиться;
3 одевать, наряжать (τινὰ ἐσθῆτι Her.; τινὰς ὡς θεραπαίνας Xen.): στολὴν θῆλύν τινα σ. Eur. одевать кого-л. в женскую одежду; στείλασθαι βυσσίνους πέπλους Eur. надеть на себя полотняные одежды; κατά περ Ἓλληνες ἐσταλμένοι Her. вооруженные по-эллински; ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον Xen. одетый по-военному;
4 отправлять, посылать (τινὰ ἐς μάχην Hom.; τούτων γὰρ εἵνεκ᾽ ἐστάλην Soph.): ἐπί τι στέλλεσθαι Her. отправляться за чем-л.; κατὰ γῆν στέλλεσθαι Xen. следовать сухим путем; μ᾽ ἐς οἷκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν Aesch. твоя речь отсылает меня обратно домой, т. е. ты хочешь, чтобы я ушел; στέλλου! Aesch. уходи!; ὀμφαλὸν γῆς στέλλεσθαι Eur. отправиться в центр земли, т. е. в Дельфы;
5 отправляться, идти (ἐς ἀποικίην Her.): τὴν κέλευθον στεῖλαι Aesch. совершить путь; ἡ ὁδὸς εἰς Ἰνδοὺς ἄγουσα εἰς Κόρινθον στέλλει Luc. дорога, ведущая в Индию, лежит через Коринф;
6 преимущ. med. предпринимать, приступать (πρός и ἐπί τι Plat.);
7 тж. med. призывать, приглашать: τοὺς οἴκους στείλασθαί (sc. τινα) Soph. пригласить кого-л. к себе домой; τὸν ἐργάτην πέμφον τινὰ στελοῦντα Soph. пошли кого-л. позвать работника;
8 приводить (τινὰ βίᾳ Soph.);
9 уводить, увозить (τινὰ σκάφει Eur.);
10 тж. med. мор. стягивать, убирать (ἱστία Hom.; λαῖφος Aesch.): στέλλεσθαι παρακελευόμενος (sc. ἱστία) Polyb. приказывающий убирать паруса;
11 med. сдерживать(ся), подавлять (в себе): σ. τι Polyb. удерживаться от чего-л.; λόγον στείλασθαι Eur. сократить свою речь; σ. τὸ συμβεβηκός Polyb. замалчивать случившееся; σ. ἀπό τινος NT воздерживаться от общения с кем-л.

English (Autenrieth)

opt. στέλλοιμι, fut. στελέω, aor. στεῖλα, mid. aor. στείλαντο; put in order, arrange, make ready, equip, send off, dispatch, mid., subjectively; στέλλεσθε, ‘make yourselves ready,’ Il. 23.285; ἱστία, ‘took in their’ sails, Il. 1.433.

English (Slater)

στέλλω send out ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ στᾰλεὶς οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ on a mission of public interest (O. 13.49)

English (Strong)

probably strengthened from the base of ἵστημι; properly, to set fast ("stall"), i.e. (figuratively) to repress (reflexively, abstain from associating with): avoid, withdraw self.

English (Thayer)

(German stellen; (cf. Greek στήλη, στολή, etc.; Latin stlocus (locus); English stall, etc.; Curtius, § 218; Fick Part 1:246; Part 4:274)); from Homer down;
1. to set, place, set in order, arrange; to fit out, to prepare, equip; middle present στέλλομαι, to prepare oneself, to fit out for oneself; to fit out for one's own use: στελλόμενοι τοῦτο μή τίς etc. arranging, providing for, this etc. i. e. taking care (A. V. avoiding), that no one etc. Winer's Grammar, § 45,6a.; Buttmann, 292 (252)).
2. to bring together, contract, shorten: τά ἱστία, Homer, Odyssey 3,11; 16,353; also in middle Iliad 1,433; to diminish, check, cause to cease; passive, to cease to exist: βουλομένῃ τήν λύπην τοῦ ἀνδρός σταλῆναι, Josephus, Antiquities 5,8, 3; ὁ χειμών ἐσταλη, ibid. 9,10, 2; middle to remove oneself withdraw oneself to depart, followed by ἀπό with the genitive of the person, to abstain from familiar contact with one, ἀποστέλλω, ἐξαποστέλλω, συναποστέλλω, διαστέλλω, ἐπιστέλλω, καταστέλλω, σὑν᾿στέλλω, ὑποστέλλω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν
αποστέλλω, πέμπω (α. «του έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» — διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τον ξαποστέλνω
νεοελλ.-αρχ.
ναυτ. (σχετικά με ιστία πλοίου) συστέλλω, μαζεύω (α. «στεῖλον!»
(ως πρόσταγμα) μάζευε!
β. «ἱστία μὲν στείλαντο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. τοποθετώ, στήνω
2. (κατ' επέκτ.) βάζω σε τάξη, παρατάσσω («οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
3. εξοπλίζω («στρατὸν κάλλιστα ἐσταλμένον», Ηρόδ.)
4. κρεμώ («στέλλειν κιθάρην», Ερμησιάν.)
5. (για οδό) οδηγώ («ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει», Λουκιαν.)
6. ανακόπτω, σταματώ
7. εμποδίζω, αναχαιτίζω
8. (σχετικά με περιβολή ανθρώπου) συμμαζεύω, ανασκουμπώνωἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατο», Ησίοδ.)
9. ιατρ. επιφέρω δυσκοιλιότητα
10. στέλνω και προσκαλώ («τὸν ἐργάτην πέμψον τινά στελοῦντα μηδέ τοῦτ' ἀφῇς», Σοφ.)
11. ευτρεπίζω νεκρό για ταφή
12. (με απρμφ.) παραγγέλλω σε κάποιον να κάνει κάτι
13. μτφ. αποσιωπώ, αποκρύπτω («στέλλειν τὸ συμβεβηκός», Πολύδ.)
14. (αμτβ.) αναχωρώ, φεύγω
15. (η προστ. μέσ. ενεστ.) στέλλου!
(με υβριστική σημ.) χάσου, φύγε από εδώ («στέλλου, κομίζου, σώζε τὸν παρόντα νοῦν», Αισχύλ.)
16. μέσ. στέλλομαι
α) ετοιμάζομαι («ἐστέλλετο ἀπιέναι», Ηρόδ.)
β) (με εμπρόθ. προσδ.) βαδίζω («στέλλεσθαι πρός τι», Πλάτ.)
γ) απομακρύνομαι («οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο ὧν ἐπιθυμέουσιν, οὔτε στείλαιντο», Ιπποκρ.)
δ) αποφεύγω
17. (το παθ.) (για φλέβα) συστέλλομαι
18. φρ. α) «στέλλω ναῡν [ή πλοῖον]» — αρματώνω πλοίο
β) «στέλλω τινὰ ἐσθῆτι [ή χιτῶνι]» — ντύνω κάποιον
γ) «λόγον στέλλομαι» — δεν μιλώ ελεύθερα, δεν λέω όλη την αλήθεια
δ) «πρόσωπον στέλλομαι» — συστέλλω το πρόσωπό μου, φαίνομαι θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέλλω (< στέλ-) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα stel- «τοποθετώ, τακτοποιώ, διευθετώ» και συνδέεται με το αρμ. stetc-anem, αόρ. stetci «δημιουργώ». Η σύνδεση του ρ. εξάλλου με τα στελεά, στελεός, στέλεχος παραμένει εξαιρετικά αμφίβολη (βλ. λ. στελεά). Προβλήματα ωστόσο γεννούν οι λεσβ. τ. που μαρτυρούνται σε επιγραφές με αρκτικό σπ- αντί στ-: σπολά = στολή, «εὔσπολον
εὐείμονα, εὐσταλέα», «σπολεῖσα
σταλεῖσα» και «σπελλάμεναι
στειλάμεναι». Η αναγωγή τών τ. αυτών σε ρίζα skwel- «τακτοποιώ» δεν μπορεί να στηριχθεί στα δεδομένα άλλης ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εκτός της Ελληνικής, οπότε επικρατέστερη φαίνεται η άποψη ότι οι τ. συνδέονται με τα σπολάς, σπάλαξ (βλ. λ. σπολάδα). Το ρ. στέλλω με αρχική σημ. «τοποθετώ, τακτοποιώ, ετοιμάζω, παρατάσσω, ανυψώνω, ανορθώνω» χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες περαιτέρω μτφ. σημ.: «πέμπω, εξοπλίζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω, στέλνω και προσκαλώ». Η ίδια ποικιλία σημ. παρατηρείται και στα δύο βασικά παράγωγα του ρ.: στόλος «εξοπλισμός, προετοιμασία για πόλεμο, ταξίδι, αποστολή, στολισμός, ιματισμός» και στολή «στρατιωτική προετοιμασία» αλλά και «ενδυμασία» (βλ. και λ. στήλη). Η σημ., τέλος, του στόλος «έμβολο πλοίου» ίσως θα έπρεπε να οδηγήσει στη δημιουργία ξεχωριστού τ. στόλος (II) και αναγωγή του στην οικογένεια τών στελεά, στέλεχος. Στη Νέα Ελληνική, ο τ. στέλνω με σημ. «αποστέλλω, πέμπω» έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έστειλα κατά το σχήμα έσπειρα: σπέρνω.
ΠΑΡ. στολή, στόλος
αρχ.
στολμός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναστέλλω, αντιδιαστέλλω, αποστέλλω, διαστέλλω, επιστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, συστέλλω, υποστέλλω
αρχ.
εκστέλλω, ενστέλλω, μεταστέλλω, παραστέλλω, προστέλλω
νεοελλ.
διαβολοστέλνω, ξαναστέλνω, ξαποστέλνω].

Greek Monotonic

στέλλω: μέλ. στελῶ, Επικ. στελέω· αόρ. αʹ ἔστειλα, Επικ. στεῖλα· παρακ. ἔσταλκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐστειλάμην — Παθ., μέλ. στᾰλήσομαι, παρακ. ἔσταλμαι, υπερσ. ἐστάλμην, Επικ. γʹ πληθ. ἐστάλατο, Ιων. ἐσταλάδατο· θέτω σε τάξη, τακτοποιώ, εφοδιάζω, ετοιμάζω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· επίσης, στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι, εφοδιάζω μ' ένα ένδυμα, σε Ηρόδ.· ομοίως, με διπλή αιτ., στολὴν στέλλω τινά, σε Ευρ. — Μέσ., στείλασθαι πέπλους, φορώ ενδύματα, φορέματα, στον ίδ.· μεταφ., ἐπὶθήρας πόθον ἐστέλλου, έβαλες στην καρδιά σου τον πόθο για το κυνήγι, στον ίδ. — Παθ., προπαρασκευάζομαι, ετοιμάζομαι, προετοιμάζονται, εξοπλίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· στολὴν ἐσταλμένος, εφοδιασμένος με ένα φόρεμα, σε Ηρόδ.· ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον, σε Ξεν.· μεταφ., ἐπὶ τυραννίδ' ἐστάλης, σε Αριστοφ.
II. 1. αποστέλλω σε εκστρατεία, και, γενικά, αποστέλλω, στέλνω, σε Αισχύλ., Σοφ. — Παθ., προετοιμάζομαι για εκστρατεία, ξεκινώ, αναχωρώ, σε Ηρόδ.· και σε Παθ. αόρ. βʹ, αναχωρώ, είμαι καθ' οδόν, στον ίδ.· με σύστ. αιτ., ὁδὸν στέλλεσθαι, σε Σοφ.· στέλλου, τσακίσου! φύγε! σε Αισχύλ.
2. στην Αττ. η Ενεργ. έχει ορισμένες φορές την αμτβ. σημασία της Παθ., όπως το Λατ. trajicere, ετοιμάζομαι να αναχωρήσω, ξεκινώ, αναχωρώ, όπου μπορεί να συμπληρωθεί με το στόλον· ἔστειλλε ἐς ἀποικίην, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίστροφα, ἡ ὁδὸς ἐς Κόρινθον στέλλει, οδηγεί στην Κόρινθο, σε Λουκ.
III. Μέσ. με τη σημασία του μεταπέμπτομαι, στέλνω και προσκαλώ, στέλνω και διαμηνύω, σε Σοφ.· επίσης, πηγαίνω να φέρω, φέρνω κάποιον σε κάποιον τόπο, στον ίδ.
IV.συνάγω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, ἱστία στεῖλαν, συνέστειλαν, σήκωσαν, μάζεψαν τα πανιά του πλοίου, σε Ομήρ. Ιλ.· χιτῶνας ἐστάλατο, ανασήκωσαν τα ρούχα τους, ανασκουμπώθηκαν για να δουλέψουν, σε Ησίοδ.
2. στη Μέσ. επίσης, αυτολογοκρίνομαι, αποσιωπώ, λόγον στέλλεσθαι, μασάω τα λόγια μου, δηλ. δεν λέω όλη την αλήθεια, σε Ευρ.
3. επίσης στη Μέσ., απέχω από κάτι, το αποφεύγω, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

στέλλω: Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· μέλλ. στελῶ Τραγικ., Ἐπικ. στελέω Ὀδ. Β. 287· ― ἀόρ. ἔστειλα Ἀττ., Ἐπικ. στεῖλα Ὀδ. Ξ. 248· ― πρκμ. ἔσταλκα Ἀρρ. Ἀνάβ. 2. 11, (ἀπ-, ἐπ-) Εὐρ., κλπ.· ― ὑπερσ. ἐστάλκει Ἀρρ. (ἐπ-) Θουκ. ― Μέσ., Ὅμ., Ἀττ.· μέλλ. στελοῦμαι Λυκόφρ. 604· ― ἀόρ. ἐστειλάμην Ἰλ. Α. 433, Τραγικ. ― Παθητ., μέλλ. στᾰλήσομαι (ἀπο-) Αἰσχίν. 69. 34, Δημ. 730. 4· ― ἀόρ. ἐστάλθην (ἐν συνθέσει ἀποσταλθέντες) Συλλ. Ἐπιγρ. 3053. 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Θ. 21· ἀλλὰ συνήθως ἐστάλην [ᾰ] Ἡρόδ., Ἀττικ.· ― πρκμ. ἔσταλμαι Ἡρόδ., Ἀττ.· ὑπερσ. ἐστάλμην, γ΄ πληθ. ἐστάλατο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288· ἐστελάδατο (ὅπερ εἶναι τύπος ἀμφίβολ.) Ἡρόδ. 7. 89. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΛ, ΣΤΑΛ παράγονται ὡσαύτως τὰ στάλιξ, στάλις, στόλος, στελεόν, στέλεχος, στειλειή, καὶ ἴσως στήλη πρβλ. Λατ. prae-stol-ari, stol-idus, stul-tus (πρβλ. stipes)· Ἀρχ. Γερμ. stil (st…el, stal-k)· stell-an (stellen)· Λιθ. stel-uti (bestellen).) Ριζικὴ σημασία: στήνω, τοποθετῶ· μάλιστα δὲ στήνω ἐν τάξει, διευθετῶ, παρατάττω, εὐτρεπίζω, ἑτοιμάζω, ἑτάρους στέλλων Ἰλ. Δ. 294· στ. τινὰς ἐς μάχην Μ. 325· στ. νῆα, καταρτίζω, παρασκευάζω, ἐξαρτύω, Ὀδ. Β. 287, Ξ. 247· πλοῖον Ἡρόδ. 3. 52· ναῦς τριάκοντα Θουκ. 7. 20· τὰ ἐκ νεὼς Σοφ. Φιλ. 1077· ὡσαύτως, στρατιήν, στόλον, στρατὸν στεῖλαι, παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐξοπλίζω, Ἡρόδ. 3. 141., 5. 64, Αἰσχύλ. Πέρσ. 177, κτλ.· ᾧ δὴ τοῦτον πλοῦν ἐστείλαμεν Σοφ. Αἴ. 1045· ― ὡσαύτως, στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι, ἐφοδιάζω τινὰ μὲ ἐνδύματα, ἐνδύω τινά, Ἡρόδ. 3. 14· χιτῶνι Σοφ. Τρ. 612· ὡσαύτως μετὰ διπλ. αἰτ., στολὴν στ. τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 827 κἑξ.· στ. τινὰς ὡς δεσποίνας Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 5· στ. ἕλκος, ἑτοιμάζω, ἀλείφω, περιποιοῦμαι αὐτὸ, Ἱππ. Κεφ. 908· θάπτω, ἐνὶ γαῖῃ στ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 205· υἱέας δ’ ὡς ἔστειλε Ἀνθ. (;). ― Μέσ., στείλασθαι πέπλους, ἐνδύομαι, Εὐρ. Βάκχ. 821· μεταφορ., ἐπὶ θήρας πόθον ἐστέλλου, ἔκλινας τὴν καρδίαν σου εἰς τὴν θήραν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 234· μετὰ δοτικ., ἐσθῆτι στειλάμενος, ἐνδυθείς..., Λουκ. Φιλοψ. 32· μεταφορ., στ. κιθάρην Ἑρμησιάν. 5. 2. ― Παθ., παρασκευάζω ἐμαυτὸν ἐντελῶς, γίνομαι ἕτοιμος, ἄλλοι δὲ στέλλεσθαι κατὰ στρατὸν Ἰλ. Ψ. 285· στρατὸν κάλλιστα ἐστελμένον Ἡρόδ. 7. 26, πρβλ. 3. 14, κ. ἀλλ.· μετὰ συτοίχ. αἰτ., ἱππάδα στολὴν ἐσταλμένος, ἐνδεδυμένος μέ..., ὁ αὐτ. 1, 80, πρβλ. 7. 62, 89, 93· ὡσαύτως μετὰ δοτ., πρεπούσῃ στολῇ ἐστ. Πλάτ. Νόμ. 833D· ― μετὰ προσδιορισμοῦ ἐμπροθέτου, ἐστ. ἐπὶ πόλεμον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 7· ἐς, ἐπ’ ἄγραν Λυκόφρ. 604, Ἀνθ. Π. 7. 535· περὶ ὄργια Εὐρ. Βάκχ. 998· μεταφορ., ἐπὶ τυραννίδ’ ἐστάλης Ἀριστοφ. Σφ. 487· πρὸς κρίσιν Πλάτ Φίληβ. 50Ε· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐστέλλετο ἀπιέναι, ἡτοιμάζετο νὰ ἀπέλθῃ, Ἡρόδ. 3. 124· κινεῖν κώπας Εὐρ. Τρῳ. 181. ΙΙ. ἐκ τῆς σημασίας τοῦ παρασκευάζειν πλοῖον ἢ στρατὸν προκύπτει ἡ σημασία τοῦ ἀποστέλλειν εἰς πόλεμον ἢ ἐκστρατείαν, καὶ καθόλου τοῦ ἀποστέλλειν, πέμπειν, ἐς οἶκον πάλιν Αἰσχύλ. Πρ. 387, κτλ.· ἐξ ἑνὸς στείλαντος Σοφ. Ο. Κ. 737· μετ’ ἀπαρ., παραγγέλλω εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 495. ― Παθητ., γίνομαι ἕτοιμος πρὸς ἐκστρατείαν, ἐκκινῶ, ἀναχωρῶ, Ἡρόδ. 1. 165., 5. 53, 124, κ. ἀλλ.· καὶ οὕτω (μάλιστα ἐν τῷ παθ. ἀορ. β΄), ἐκκινῶ, εἶμαι καθ’ ὁδὸν πορευόμενος πρὸς τὸν σκοπόν μου, ὁ αὐτ. 4. 159., 5. 92, 2., 125· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὁδὸν στέλλεσθαι Σοφ. Φιλ. 1416, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 296· στ. πρὸς θάλασσαν Εὐρ. Ἑλ. 1527· ἐπί τι, διά τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 3. 102, Σοφ. Ο. Κ. 550· τούτων γὰρ εἴνεκ’ ἐστάλην ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 328· ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς Πινδ. Ο. 13. 69· οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ Σοφ. Ἠλ. 404· οἴκαδε ἀπὸ Τροίας Εὐρ. Τρῳ. 1264· κατὰ γῆν (ἕτεροι γῆς) Ξεν. Ἀνάβ. 5. 6, 5· ― ἀπολ., στέλλου, κομίζου, «νὰ χαθῇς», Αἰσχύλ. Πρ. 392· ― μετ’ αἰτ. τόπου, ὀμφαλὸν γῆς στ. Εὐρ. Μήδ. 668· μέλαθρα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 109· ― ἐπὶ πραγμάτων, πέμπομαι, «στέλλομαι», Σοφ. Τρ. 776. 2) παρ’ Ἀττικ. τὸ ἐνεργ. ἔχει ἐνίοτε τὴν ἀμετάβ. σημασ. τοῦ παθητ., ὡς τὸ Λατ. trajicere, ἑτοιμάζομαι νὰ ἀπέλθω, ἀναχωρῶ, ἐκκινῶ, ἔνθα δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν τὴν σύστοιχ. αἰτ. στόλον, ἔστελλε ἐς ἀποικίην Ἡρόδ. 4. 147, πρβλ. 148, 5. 125, Σοφ. Φιλ. 571, 640, Εὐρ. Ἱκ. 646· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., κέλευθον τήνδε... ἔστειλα Αἰσχύλ. Πέρσ. 609. β) τἀνάπαλιν, ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει, ἄγει εἰς Κόρινθον, Λουκ. Ἑρμότ. 27. 3) ἐπιχειρῶ ἔργον, Πλάτ. Ἐπιστ. 313Ε· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στέλλεσθαι πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 50Ε· ἐπί τι ὁ αὐτ. Σοφ. 230Β. ΙΙΙ. ὁ Σοφοκλ. ἔχει τὸ μέσον ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ μεταστέλλομαι, μεταπέμπομαι, στέλλω καὶ προσκαλῶ, Ο. Τ. 434· ― ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῆς ὁμοίας σημασίας τοῦ φέρω τινὰ εἴς τινα τόπον, αὐτόθι 860, πρβλ. Ο. Κ. 298, Φιλ. 60, 495, 623, 983· ὑμᾶς ἔστελ’ ἱκέσθαι Ἀντ. 165. IV. φέρω ἐπὶ τὸ αὐτό, συνάγω, συμπυκνῶ (πρβλ. συστέλλω), μάλιστα ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἱστία... στεῖλαν, «ἐμάζεψαν τὰ πανιά», Ὀδ. Γ. 11, Π. 353· στείλασα λαῖφος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 723· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἱστία μὲν στείλαντο Ἰλ. Α. 433, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 320, Ἀριστ. Μηχαν. 7, 1· ― καὶ ἀπολ., στέλλεσθαι (ἐξυπακ. τοῦ ἱστία) Πολύβ. 6. 44, 6, Τέλης παρὰ Στοβ. 5. 67· οὕτως, ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατο, ἀνέστειλαν τοὺς χιτῶνας, «ἀνεσκουμπώθησαν» πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 45. 4) παρὰ τοῖς Ἰατρ. συγγραφ., συστέλλω, ποιῶ τινα δυσκοίλιον, στ. τὴν κοιλίαν Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. ἐν προοιμ. ― Παθ., φλέβες στέλλονται, συστέλλονται, συμμαζώνονται, Νικ. Ἀλεξιφ. 193. 3) καθόλου, ἀναχαιτίζω, ἀναστέλλω, ἐμποδίζω, Φίλων 2. 274, κτλ.· καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πολύβ. 8. 22, 4· λόγον στέλλεσθαι, περιστέλλω τοὺς λόγους μου, δηλ. δὲν λέγω τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν, Εὐρ. Βάκχ. 669, πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 149· στ. τὸ συμβεβηκός, παρασιωπῶ, δὲν λέγω, Πολύβ. 3. 85, 7· - πρόσωπον στέλλεσθαι, συστέλλω τὸ πρόσωπόν μου, φαίνομαι τεθλιμμένος, οἰκτρός, Α. Β. 62. 4) ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀπέχομαι ἀπό τινος πράγματος, ἀπομακρύνομαι, οὔτ’ ἂν ἀπόσχοιντο ὧν ἐπιθυμέουσιν, οὔτε στείλαιντο Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· στελλόμενοι τοῦτο, ἀποφεύγοντες, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 20. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 519 κἑξ. 825.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to put in order, to make ready, to equip, dress with weapons, clothes etc.; to prepare (for a journey), to dispatch; also to furl, take in the sails, to tie up, to constrain; midd. esp. to summon, to fetch, to prepare (for a journey), to set off (also act. intr.). to dress.
Other forms: Aor. στεῖλαι, -ασθαι (Il.), Aeol. ἀπο-, ἐπι-στέλλαι, fut. στελ-έω (β 287 a.o.), -ῶ, -οῦμαι (Att.). Aor. pass. σταλ-ῆναι (Pi., IA.), -θῆναι (hell.), perf. pass. ἔσταλμαι (IA.), act. ἔσταλκα (Att.), ἔστολα (gramm.).
Compounds: Very often w. prefix with variaous shades of neaning, e.g. ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, περι-, συν-, ὑπο-. As 2. member e.g. ἰδιό-στολος having ones own equipment, equipped at one's own expense, making one's own journey (Plu. a.o.), πυγο-στόλος adjunct of γυνή (Hes. Op. 373; on the debated meaning Martinazzoli Par. del Pass. 15, 203ff.); ναυ-στολ-έω to send on a ship, to navigate, to steer (a ship) (Pi., S., E., late prose; ναύ-στολος only A. Th. 858 [lyr.; doubted]; cf. ναυ-μαχέω, οἰνο-χοέω a.o. in Schwyzer 726); ἀκρο-στόλ-ιον n. decorated end of the rostrum (Callix., Str., D.S. etc.); ἀπόστολ-ος (: ἀπο-στέλλω) m. envoys, fleet-expedition (IA.), apostle (LXX, NT). As 2. member e.g. μελανό-στολος with a black garment (Plu.).
Derivatives: A. 1. στόλος m. equipment (of a campaign), campaign by water and by land, fleet, army, troop, legion, march (Pi., IA.); also rostrum (Pi., trag.)`outgrowth, stump, appendage' (Arist.); cf. below. 2. στολή (Aeol. σπόλα; cf. below) f. armor, usually dress, garment (IA.), obstruction, pressure, constraint (Epicur., medic.); ἀπο-, δια- ἐπι-στολή a.o. (: ἀπο-στέλλω) sending resp. extension, mission or letter (IA. etc.) with ἀποστολ-εύς m. officials for equipping and dispatching the fleet (Att.) a.o., s. Bosshardt 53 f. From this the dimin. στόλ-ιον n. (Delos IIa, AP a.o.); στολ-άς f. jacket (Ael.); στολ-ίς f. dress, pl. folds (E., Arist. etc.) with -ίδιον, -ιδώδης, -ιδόομαι, -ίδωμα, -ιδωτός. - From στολή and στόλος: στολ-ίζω, also w. κατα-, συν-, ὑπο- to place in order, to equip, to dress (Hes. Op. 628, E., hell. a. late), -ισις, -ισμα, ισμός, -ιστής, -ιστήριον, -ιστεία; -άζομαι to dress in ἐστολάδαντο (metr. inscr. Marathon IIp; cf. ἐρράδαται a.o. Schwyzer 672). -- 3. στολμός m. equipment, clothing (A., E.). -- B. στέλμα στέφος, στέμμα H. (correct?); στελμονίαι ζώματα H. (= X. Cyr. 6, 1); cf. ἁρ-μον-ία a.o., Scheller Oxytonierung 58f. -- C. 1. -σταλ-μα, only from the prefixed ἐπι-στέλλω etc.: ἐπί-, διά-, ἀπό-σταλμα n. public mission etc. (Thphr., pap.). 2. διασταλ-μός m. assessment (pap. VIp). 3. στάλ-σις f. obstruction (Gal.), διά- στέλλω destination, treaty (LXX). 4. ἀνα-, δια-, περι- etc. -σταλτικός (late). --5. On στάλιξ s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1019] *stel- put (up), stand; also [985] *spel- split?
Etymology: The above forms form in spite of all semantic differentiation a well kept together formal system. Outside the wide semantic cadre are, however, στόλος in the sense of ships beak a.o., a meaning which seems difficult to connect with στέλλω prepare, equip, send out, but which can without difficulty be connected with στελεά, στέλεχος, στήλη [which in my view do not belong to στέλλω]. When judging the etymology some seemingly Aeolic, mostly only lexically attested forms with σπ- (against inscr. ἀπο-, ἐπι-στέλλαι) must not be overlooked: σπελλάμεναι στειλάμεναι, σπολεῖσα σταλεῖσα, εὔσπολον εὑεί-μονα, εὑσταλέα, κασπέλλει (cod. -έλη) στορνύει (all H.); σπόλα = στολή (Sapph.), κασπολέω (-σπελ-?) ὑποστορέσω (Sapph., H.). So ΙΑ. στελ-, Aeol. σπελ- from IE skʷel- (lit. in Persson Beitr. 1, 422)? After Bechtel Dial. 1, 125f. (with Schulze; cf. on this Hamm Grammatik 15 w. n. 3) in IA. στέλλω IE *stel- send and skʷel- equip (from where Aeol. σπελ-) would have fallen together. The difficulty to find IE *skʷel- back in other languages, as well as the meagre documentation of the σπ-forms both arouse suspicion against such a supposition. For some of the relevant words (σπόλα, εὔσπολος) one might sonsider a connection with IE *spel- split (s. σπολάς). -- Exact cognates outside Greek are missing. Nearest comes Arm. steɫc-anem, aor. steɫc-i prepare, creare with unclear c (ɫc from l + s with Pedersen KZ 39, 427 ?); beside it steɫn, pl. steɫun-k` stem, stalk, twig (cf. στέλεχος, στελεά). Also several other words go back on IE *stel-, but deviate semantically from στέλλω: Alb. shtiell wind up, reel up, collect (IE *stel-n-ō); Germ. nouns as OE stela m. stalk of a plant, OWNo. stiolr m. tail-bone, NNorw. stjøl stalk, stem (< *stelu-; cf. στελεχος, στελεά). Here belong also the unclear OWNo. stallr m. constitution, crib, stable, OHG stal m. living, seat, stable (to which stellen) from PGm. *stalla- or *staðla-(IE *stol-no- or *st(h)h₂-dhlo- [to st(h)ā- stand; s. ἵστημι]); Skt. sthálam n. continent, earth-bottom, sthálā f. raised earth etc. (cf. on στήλη). -- Further forms w. lit. in WP. 2, 643ff., Pok. 1019f., W.-Hofmann s. locus; older lit. also in Bq. -- The evidence for IE origin is meagre; could the word be Pre-Greek?

Middle Liddell

I. to set in order, to arrange, array, equip, make ready, Hom., Hdt., Attic:—also, στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι to furnish with a garment, Hdt.; so c. dupl. acc., στολὴν στ. τινά Eur.:—Mid., στείλασθαι πέπλους to put on robes, Hdt.; metaph., ἐπὶ θήρας πόθον ἐστέλλου didst set thy heart upon the chase, Hdt.:—Pass. to fit oneself out, get ready, Il., Hdt.; στολὴν ἐσταλμένος equipt in a dress, Hdt.; ἐστ. ἐπὶ πόλεμον Xen.; metaph., ἐπὶ τυραννίδ' ἐστάλης Ar.
II. to despatch on an expedition, and, generally, to despatch, send, Aesch., Soph.:—Pass. to get ready for an expedition, to start, set out, Hdt.; and in aor2 pass. to have set out, to be on one's way, Hdt.; c. acc. cogn., ὁδὸν στέλλεσθαι Soph.; στέλλου begone! Aesch.
2. in Attic the Act. has sometimes the intr. sense of the Pass., like Lat. trajicere, to prepare to go, start, set forth, where στόλον may be supplied, ἔστελλε ἐς ἀποικίην Hdt., etc.:—reversely, ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει leads to Corinth, Luc.
III. Mid. in sense of μεταπέμπομαι, to send for one, Soph.: also to fetch, bring a person to a place, Soph.
IV. to bring together, gather up, ἱστία στεῖλαν took in, furled the sails, Od.: and in Mid., ἱστία μὲν στείλαντο they furled their sails, Il.; χιτῶνας ἐστάλατο they girded up their clothes to work, Hes.
2. in Mid. also to check, repress, λόγον στέλλεσθαι to draw in one's words, i. e. not speak out the whole truth, Eur.
3. also in Mid. to shrink from a thing, avoid it, NTest.

Frisk Etymology German

στέλλω: -ομαι
{stéllō}
Forms: Aor. στεῖλαι, -ασθαι (seit Il.), äol. ἀπο-, ἐπιστέλλαι, Fut. στελέω (β 287 u.a.), -ῶ, -οῦμαι (att.). Aor. Pass. σταλῆναι (Pi., ion. att.), -θῆναι (hell.), Perf. Pass. ἔσταλμαι (ion. att.), Akt. ἔσταλκα (att.), ἔστολα (Gramm.),
Grammar: v.
Meaning: ‘in Ordnung bringen, fertigstellen, mit Waffen, Kleidern usw. ausrüsten, bekleiden; (zur Fahrt) bereit machen, entsenden’; auch die Segel raffen, hemmen, einschränken; Med. bes. ‘zu sich bestellen, holen, sich (zur Fahrt) anschicken, abfahren’ (auch Akt. intr.). sich anziehen.
Composita: sehr oft m. Präfix mit verschiedenen Sinnfärbungen, z.B. ἀπο-. δια-. ἐπι-,. κατα-, περι-, συν-, ὑπο-,
Derivative: Ableitungen. A. 1. στόλος m. ‘Ausrüstung (eines Heereszuges), Feldzug zu Wasser und zu Lande, Flotte, Heer, Schar, Zug, Fahrt’ (Pi., ion. att.); auch Schiffsschnabel (Pi., Trag.), Auswuchs, Stumpf, Anhängsel (Arist.); vgl. unten. Als Hinterglied z.B. ἰδιόστολος eigene Ausrüstung habend, auf eigene Kosten ausgerüstet, eine eigene Fahrt machend (Plu. u.a.), πυγοστόλος Beiw. von γυνή (Hes. Op. 373; zur strittigen Bed. Martinazzoli Par. del Pass. 15, 203ff.); ναυστολέω ‘zu Schiffe senden, fahren, (ein Schiff) lenken’ (Pi., S., E., sp. Prosa; ναύστολος nur A. Th. 858 lyr.; angezweifelt]; vgl. ναυμαχέω, οἰνοχοέω u.a. bei Schwyzer 726); ἀκροστόλιον n. das Ende des Schiffsschnabels mit Verzierungen (Callix., Str., D.S. usw.); ἀπόστολος (: ἀποστέλλω) m. Gesandter, Flottenexpedition (ion. att.), Apostel (LXX, NT). — 2. στολή (äol. σπόλα; vgl. unten) f. Rüstung, gew. Kleid, Gewand (ion. att.), Hemmung, Druck, Einschränkung (Epikur., Mediz.); ἀπο-, δια- ἐπιστολή u.a. (: ἀποστέλλω) ‘Absendung bzw. Ausdehnung Auftrag od. Brief’ (ion. att. usw.) mit ἀποστολεύς m. Beamter zum Ausrüsten und Entsenden der Flotte (att.) u.a., s. Bosshardt 53 f. Als Hinterglied z.B. μελανόστολος mit schwarzem Gewand (Plu.). Davon das Demin. στόλιον n. (Delos IIa, AP u.a.); στολάς f. Jacke (Ael.); στολίς f. Kleid, pl. Falten (E., Arist. usw.) mit -ίδιον, ιδώδης, -ιδόομαι, -ίδωμα, -ιδωτός. — Von στολή und στόλος: στολίζω, auch m. κατα-, συν-, ὑπο- in Ordnung legen, ausrüsten, bekleiden (Hes. Op. 628, E., hell. u. sp.), -ισις, -ισμα, ισμός, -ιστής, -ιστήριον, -ιστεία; -άζομαι sich anziehen in ἐστολάδαντο (metr. Inschr. Marathon IIp; vgl. ἐρράδαται u.a. Schwyzer 672). — 3. στολμός m. Ausrüstung, Bekleidung (A., E.). — B. στέλμα· στέφος, στέμμα H. (richtig?); στελμονίαι· ζώματα H. (= X. Kyr. 6, 1); vgl. ἁρμονία u.a., Scheller Oxytonierung 58f. — C. 1. -σταλμα, nur von den präfigierten ἐπιστέλλω usw.: ἐπί-, διά-, ἀπόσταλμα n. öffentlicher Auftrag (Thphr., Pap.). 2. διασταλμός m. Steuerveranlagung (Pap. VIp). 3. στάλσις f. Hemmung (Gal.), διά- ~ Bestimmung, Vertrag (LXX). 4. ἀνα-, δια-, περι- usw. -σταλτικός (sp.). —5. Zu στάλιξ s. bes.
Etymology: Die obigen Formen bilden bei aller semantischer Differenzierung ein wohl zusammengehaltenes formales System. Aus dem weiten semantischen Rahmen fällt jedoch στόλος im Sinn von ‘Schiffsschnabel u.ä.’, eine Bed. die sich wenig gut mit στέλλω fertigstellen, ausrüsten, entsenden zu vertragen scheint, sich aber ungezwungen an στελεά, στέλεχος, στήλη anschließt. Bei der etymologischen Beurteilung sind einige anscheinend äolische, fast nur lexikalisch belegte Formen mit σπ- (gegenüber inschr. ἀπο-, ἐπιστέλλαι) nicht zu übersehen: σπελλάμεναι· στειλάμεναι, σπολεῖσα· σταλεῖσα, εὔσπολον· εὐείμονα, εὐσταλέα, κασπέλλει (cod. -έλη) στορνύει (alles H.); σπόλα = στολή (Sapph.), κασπολέω (-σπελ-?)· ὑποστορέσω (Sapph., H.). Somit ion. att. στελ-, äol. σπελ- aus idg. sqʷel- (Lit. bei Persson Beitr. 1, 422)? Nach Bechtel Dial. 1, 125f. (mit Schulze; vgl. dazu Hamm Grammatik 15 m. A. 3) wären in ion. att. στέλλω idg. stel- schicken und sqʷel- ausrichten (woraus äol. σπελ-) zusammengefallen. Die Schwierigkeit, idg. sqʷel- in anderen Sprachen wiederzufinden, ebenso wie die knappe Dokumentation der σπ-Formen sind beide geeignet, gegen eine solche Annahme Bedenken zu erregen. Für einige der betreffenden Wörter (σπόλα, εὔσπολος) wäre auch Anknüpfung an idg. spel- spalten (s. σπολάς) zu erwägen. — Genaue außergriech. Verwandte fehlen. Am nächsten kommt arm. steɫc-anem, Aor. steɫc-i schaffen, creare mit mehrdeutigem c (ɫc aus l + s mit Pedersen KZ 39, 427 ?); daneben steɫn, pl. steɫun-k‘ Stamm, Schaft, Stengel, Zweig (vgl. στέλεχος, στελεά). Auch mehrere andere Wörter gehen auf idg. stel- zurück, weichen aber semantisch von στέλλω ab: alb. shtiell aufwickeln, aufhaspeln, sammeln (idg. *stel-n-ō); germ. Nomina wie ags. stela m. Pflanzenstiel, awno. stiolr m. Steiß, nnorw. stjøl Stengel, Stiel (< *stelu-; vgl. στελεχος, στελεά). Dazu kommen die mehrdeutigen awno. stallr m. Gestell, Krippe, Stall, ahd. stal m. ‘Stand-, Sitz-, Wohnort, Stall' (wozu stellen) aus urg. *stalla- oder *staðla-(idg. *stol-no- oder *st(h)ə-dhlo- [zu st(h)ā- stehen; s. ἵστημι); aind. sthálam n. Festland, Erdboden, sthálā f. Erdaufschüttung u.a.m. (vgl. zu στήλη). — Weitere Firmen m. Lit. bei WP. 2, 643ff., Pok. 1019f., W.-Hofmann s. locus; ält. Lit. auch bei Bq.
Page 2,786-788

Chinese

原文音譯:stšllw 士帖羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:安放 相當於: (חָתַת‎)
字義溯源:阻止,指使*,安放,置,預備,送,遠離,遠,避,捲帆;或源自(ἵστημι)=站*)。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
同源字:1) (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)打發 2) (διαστέλλω)囑咐 3) (διαστολή)分別 4) (ἐπιστέλλω)函告 5) (καταστέλλω)平靖 6) (καταστολή)存放 7) (στέλλω)阻止 8) (συστέλλω)包裹 9) (ὑποστέλλω)被抑制 10) (ὑποστολή)退縮
出現次數:總共(2);林後(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 要遠(1) 帖後3:6;
2) 避(1) 林後8:20

Mantoulidis Etymological

(=στήνω, ἑτοιμάζω, ἐξοπλίζω, ἀναχαιτίζω). Ἀπό ρίζα στελ-, σταλ-. Θέματα: α) στελ + j + ω → στέλλω, β) στολ, γ) σταλ. Μέλλ. στελ έ σ –ω → στελέω -ῶ, Ἀόρ. ἔστελ σ – α → ἔστελλα = ἔστειλα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: στάλιξ -ικος, ἡ (=παλούκι), στάλσις (=περιορισμός), σταλτέον, σταλτικός, εὐσταλής, στελεόνστειλειόν (=χερούλι, στειλιάρι), στέλεχος, στειλειή (=στειλιάρι), στολή (=στολισμός, ἑτοιμασία, ὁπλισμός), τά σύνθ.: ἀναστολή (=παράταση), (ἀπο, δια, κατα, περι, ὑπο)στολή, ἀποστολεύς, ἐπιστολή, ἐπιστολεύς (=ὑποναύαρχος), στολίς -ίδος (=ροῦχο), στολίζω, στολίδιον, στολιδωτός, στολισμός, στόλισμα, στολιστής, στολμός (=στολισμός), στόλος (=ἑτοιμασία, ταξίδι, ἐξοπλισμός), ἀπόστολος.

Lexicon Thucydideum

mittere, to send, 2.69.1, 3.86.1,
similiter similarly 3.91.1. 7.20.1.