ἀμφικίων

Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[κῑ], ον, gen. ονος,

   A with pillars all round, S.Ant.285.

German (Pape)

[Seite 140] ονος, rings mit Säulen umgeben, ναός Soph. Ant. 285.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφῐκίων: [κῑ], ον, ονος, ἔχων πέριξ κίονας ὡς τὸ περίστυλος, Σοφ. Ἀντ. 285.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
soutenu tout autour par des colonnes.
Étymologie: ἀμφί, κίων.

Spanish (DGE)

-ον, gen. -ονος

• Prosodia: [-κῑ-]
con columnas a uno y otro lado ναός S.Ant.285.

Greek Monolingual

ἀμφικίων (-ονος), -ον (Α)
(για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κίων.

Greek Monotonic

ἀμφῐκίων: [κῑ], -ον, αυτός που είναι περιτριγυρισμένος με κίονες, σε Σοφ.