ἀναμνηστός

Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

όν,

   A that which one can recollect, Pl.Men.87b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμνηστός: -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on peut se souvenir.
Étymologie: ἀναμιμνῄσκω.

Spanish (DGE)

-όν
que puede ser objeto de reminiscencia (ἀρετή) ἆρα διδακτὸν ἢ οὔ, ἢ ... ἀναμνηστόν; Pl.Men.87b.

Greek Monotonic

ἀναμνηστός: -όν (ἀνα-μιμνῄσκω), αυτός που μπορεί να ανακληθεί στην μνήμη, σε Πλάτ.