μιμνῄσκω

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

French (Bailly abrégé)

f. μνήσω, ao. ἔμνησα, pf. inus.
faire souvenir : τινός, de qqn ; τινά τινος, qqn de qch ; τι, rappeler qch;
Moy. μιμνῄσκομαι (f. μνήσομαι ou μνησθήσομαι, ao. ἐμνησάμην, plus souv. ἐμνήσθην ; pf. μέμνημαι, pqp. ἐμεμνήμην, f.ant. μεμνήσομαι);
1 intr. se mettre dans l'esprit, penser à, gén. ; avec l'inf. : μέμνηντο ἀλεξέμεναι φόνον IL ils songeaient à repousser la mort ; au pf. et au pqp. au sens du prés. et de l'impf. je me souviens, je me souvenais, gén. ou acc. ; ἀμφί τινι, περί τινος, se souvenir de qqn ou de qch ; avec l'inf. se souvenir de faire qch ; avec ὅτι, se souvenir que ; μέμνημαι ἀκούσας σου XÉN je me souviens de t'avoir entendu ; μέμνημαι καὶ τοῦτό σου λέγοντος XÉN je me souviens de t'avoir entendu dire cela aussi ; abs. ἐς ὃ ἐμέμνηντο THC de mémoire d'homme ; Αἰνείαo δ' ἐπαῖξαι μεμνημένος ἵππων IL souviens-toi de te jeter sur les chevaux d'Énée;
2 tr. rappeler le souvenir de, faire mention de, gén. : πρός τινα περί τινός τι, rappeler qch à qqn au sujet de qch;
3 penser à, s'occuper de, prendre soin de, gén..
Étymologie: R. Μεν > Μνη, penser ; cf. lat. mens, memini, etc.

Russian (Dvoretsky)

μιμνῄσκω: (fut. μνήσω, aor. ἔμνησα; med.-pass.: fut. μνήσομαι или μνησθήσομαι, aor. 1 ἐμνησάμην и ἐμνήσθην, pf. μέμνημαι - дор. μέμνᾱμαι, ppf. ἐμεμνήμην, fut. 3 μεμνήσομαι)
1 тж. med. напоминать, упоминать (τινά τινος Hom. и τι Eur.; med. τινος Hom. etc., τι Pind., περί τινος Her., Thuc. etc., τινί τι περί τινος Plat. и τι περί τινος πρός τινα Xen.): τῶν σ᾽ αὖτις μνήσω Hom. я опять напомню тебе об этих обстоятельствах; ἔμνησας ὅ μου φρένας ἡλκωσεν Eur. ты упомянул о том, что терзало мои мысли; τούτου μηκέτι μνησθῇς Her. не упоминай больше об этом;
2 med.-pass. вспоминать, тж. помышлять, думать (преимущ. τινος Hom. etc., реже τι Hom. etc., περί и ἀμφί τινος Hom. и ποιεῖν τι Hom. etc.): τὰ ῥηθέντα βούλου μηδὲ μεμνῆσθαι μάτην Soph. не вспоминай этих вздорных речей; νόστου μ. Hom. собираться в обратный путь; μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι Xen. (каждый) пусть помнит, что он (должен быть) храбр; μὴ κακῶν μεμνεώμεθα (v. l. μεμνώμεθα) Her. не будем вспоминать о несчастьях; ἀφ᾽ οὗ Ἓλληνες μέμνηνται Thuc. насколько (за)помнят греки; μέμνημαι ἀκούσας σου Xen. я помню, что слышал от тебя; ἐμέμνητο εἰπών Xen. он вспомнил, что сказал;
3 med. помнить, заботиться (πατρὸς καὶ μητέρος, βρώμης Hom.).

Mantoulidis Etymological

(=ὑπενθυμίζω), μιμνῄσκομαι (=θυμᾶμαι). Ἀπό ρίζα μα- τοῦ μάω πού δηλώνει σκέψη. Ρίζα μα = μαν καί μέ μετάπτωση μεν, μέ μετάθεση φθόγγου μνακαί μέ ἔκταση μνη-. Θέμα μνη + πρόσφυμα ισκ καί ἀναδιπλασιασμό μιμνηίσκω=μιμνῄσκω.
Παράγωγα: μνῆμα, ὑπόμνημα, μνημεῖον, μνήμη, μνημονεύω, μνημόνευμα, μνημόνευσις, μνημονευτέον, μνημονευτικός, μνημονευτός, ἀξιομνημόνευτος, ἀμνημόνευτος, μνημονικός, μνημοσύνη, μνημόσυνον, μνήμων, ἀμνήμων, ἀμνημονῶ, ἱερομνήμων, ἀείμνηστος, ἀνάμνησις, ὑπόμνησις, ἀναμνηστός, μνεία (=ἀνάμνηση), μνησίκακος.